Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

"Σούπερ Μάρκετ" της Κατερίνας Μαλακατέ



 επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com

Pablo Picasso Les Femme d’Alger”,1955



 Σούπερ Μάρκετ

Περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά της στο ταμείο. Είχε αδειάσει το κεφάλι της από σκέψεις κι είχε συγκεντρωθεί σε αυτήν την απαιτητική δουλειά, να βγάλει τα ψώνια από το καρότσι, να τα τοποθετήσει στον κυλιόμενο πάγκο, να τα περάσει η ταμίας από το ειδικό μηχάνημα, να τα βάλει σε σακούλες κατά είδος- τα τρόφιμα μαζί, του ψυγείου μαζί, τα καθαριστικά του σπιτιού, τα είδη της δικής τους καθαριότητας, μαζί- συγκεντρωμένα  έτσι όπως θα μπουν τακτικά μετά στα ράφια· να μην γίνει κανένα λάθος. Δεν θα άντεχε τις φωνές του αν έβρισκε τίποτα παράταιρο.
Ο μεγαλύτερος της φόβος ήταν μήπως ξεκινήσει η κοπέλα στοΑ ταμείο να την βοηθά να βάλει τα πράγματα στις τσάντες. Τότε έπρεπε να σταθεί σε μιαν άκρη του διαδρόμου και διακριτικά να τις κοιτάξει μία μία, να επανατοποθετήσει τα ψώνια όπως τους πρέπει, να σιαχτεί κι αυτή κι έπειτα να πάρει τον δρόμο για το σπίτι. Μερικές φορές, όταν ήξερε πως δεν θα είναι εκείνος εκεί έπαιρνε το καρότσι μαζί και το άφηνε έπειτα στην γωνία στην κολώνα. Τον άκουγε που μουρμούριζε καθώς έστριβε με το αυτοκίνητο στην γωνία για τον αχαΐρευτο που το παράτησε εκεί. Άλλες μέρες, σαν την σημερινή, που αυτός την περίμενε για να βάλουν τα τρόφιμα στα ντουλάπια μαζί- τα καθαριστικά δεν τα πλησίαζε- δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Ζαλώθηκε τις σακούλες, ένιωσε την μέση της να διαμαρτύρεται αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος και τράβηξε για το σπιτικό τους.
Ήταν μια κουκλίστικη μονοκατοικία του παλιού καιρού. Από έξω ήταν εντελώς παρατημένη, πάντα έλεγε εκείνος πως θα στρωθεί να φτιάξει τον κήπο, σχεδόν ποτέ δεν το επιχείρησε. Από μέσα την διατηρούσαν σε στρατιωτική πειθαρχία. Σκέφτηκε πως όταν ήτανε παιδιά πάντα το φοβόντουσαν αυτό το σπίτι, αν έπεφτε κατά τύχη η μπάλα τους στον αυλόγυρο δεν την έβρισκαν ποτέ. Φαινόταν ακατοίκητο και σιωπηλό και κανείς δεν είχε τον κουράγιο να σκαρφαλώσει τον ψηλό φράχτη για μια μπάλα.
Πέρασε με ανακούφιση τον βράχο στην μέση της αυλής. Μέσα σε αυτήν την ξεραΐλα σηματοδοτούσε πως έφτασε σπίτι. Παράτησε χάμω ξέπνοη τις σακούλες, μέχρι να βρει τα κλειδιά της. Ήταν σκυμμένη όταν άνοιξε η πόρτα. «Τι κάνεις εκεί Χριστιανή μου; Γιατί είναι τα αυγά πάνω στο μάρμαρο;», της είπε. Ήταν στις καλές του, ευτυχώς. Ψέλλισε μια δικαιολογία, ζαλώθηκε πάλι τις σακούλες, τις άφησε με προσοχή εκεί που έπρεπε. Τα καθαριστικά στο πάτωμα, τα τρόφιμα στο τραπέζι.
Άρχισαν οι δυο τους μεθοδικά να  τις αδειάζουν τις σακούλες. Είχαν σύστημα, όπως όλα τα ζευγάρια που ζουν χρόνια μαζί. Κινήθηκαν ο ένας κυκλικά γύρω από τον άλλον, συμφώνησαν με μια ματιά πού θα έμπαινε το πακέτο με την καινούργια γεύση τορτελίνια. Έπειτα τελείωσαν κι εκείνος κάθισε στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση και χάθηκε μέσα στην οθόνη για το μισό απόγευμα.
Εκείνη στάθηκε ως συνήθως στο παράθυρο.  Ατένιζε εκείνον τον βράχο στο μέσο της αυλής. Θυμήθηκε. Τότε που τα άλλα παιδιά την έδεσαν εκεί. Εκείνος πρωτοστατούσε. Της φώναζαν ρυθμικά «Είσαι φυτό, είσαι φυτό. Θα σε φυτέψουμε». Ήταν μια παρέα αγοριών, που την κυνηγούσε συστηματικά. Δεν θυμόταν καν πότε άρχισε το κυνήγι. Την έβαζαν στην μέση, στην αρχή μονάχα την εξευτέλιζαν στα διαλείμματα και στον δρόμο για το σχολείο. Μετά άρχισαν να της την στήνουν σε πιο απόμερα μέρη. Πότε έγινε σωματικό ούτε που το κατάλαβε. Κανείς δεν ρωτούσε για τις μελανιές της. Μια φορά που την χαράκωσαν μόνο, ρώτησε η μάνα της. Της είπε πως έπεσε και γρατζουνίστηκε.
Την θυμάται εκείνη την μέρα στον βράχο στη μέση της αυλής και την νύχτα, την θυμάται την δίψα και την πείνα και που κατουρήθηκε επάνω της θυμάται, και που μετάνιωσε έπειτα γιατί δεν μάζεψε το κάτουρο να το πιεί, το πόσο πόναγε η πλάτη της, δεμένη εκεί στο λιοπύρι στην αρχή, πάνω στο βράχο, όσο έπεφτε το δειλινό κάπως μαλάκωνε η ντροπή της, κανείς δεν την έβλεπε εδώ, πάνω στο βράχο, κανείς δεν θα την άκουγε, κανείς δεν τολμούσε να πηδήξει τον ψηλό φράχτη, να φέρει την μπάλα, να φέρει εκείνη, να λύσει εκείνη, να λυθεί, να αφεθεί, να την αφήσουν ελεύθερη, θυμάται πως έβαλε τα κλάματα και δεν υπήρχε κανείς να την ακούσει, κανείς να την κάνει να φύγει από αυτόν τον βράχο, αυτός ο βράχος ήταν δικός της, είχε γεννηθεί πάνω του και όσο έπεφτε η νύχτα θα χωνόταν μέσα του και δεν θα υπήρχε, θα ανακουφιζόταν πια στην αγκαλιά της μη ύπαρξης, στην ευτυχία να μην πρέπει να είσαι, να μην είσαι αυτό που κανένας δεν θέλει, να μην είσαι τίποτα, τον αγάπησε τον βράχο, μες στην νύχτα, έτσι ξαφνικά, καθώς κοιμόταν πάνω του, κι έπειτα πεταγόταν από τον πόνο και όταν ξανακατουρήθηκε της είχε περάσει η πείνα και η δίψα και δεν το μάζεψε το κάτουρο, ούτε ήθελε πια, δεν ήθελε τίποτα, δεν είχε μείνει ίχνος από θέλω, ούτε ήθελε να την λύσουν, δεν ήθελε.
Όταν το πρωί ήρθε εκείνος να την λύσει, δεν ήθελε. Αυτός την άφησε μες στην μέση του κήπου χαζογελώντας, αυτή πήρε το δρόμο για το σπίτι. Είχε να αντιμετωπίσει την μάνα της, να βρει τι θα της έλεγε που ξενύχτησε έξω. Τελικά τα είπε όλα στην μάνα, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Κι εκείνη θύμωσε, έγινε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Με την ανικανότητά της, την αδυναμία της, την ανημποριά της. «Μόνο τους αδύναμους ανθρώπους δεν ανέχομαι», της είπε. «Και τους χοντρούς».
«Πότε επιτέλους θα κάνεις κάτι με τον κήπο; Δεν τον θέλω εκείνον τον βράχο στην μέση, στο είπα». Εκείνος στην αρχή φάνηκε πως δεν άκουσε, παρακολουθούσε ειδήσεις. Έπειτα γύρισε αργά. «Μου αρέσει ο βράχος στην αυλή», της είπε. «Μου θυμίζει τα νιάτα μας».

                                                                                                  Κατερίνα Μαλακατέ



Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε στην Φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει», ενώ διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετά συλλογικά έργα. Είναι συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου-καφέ Booktalks. Από το 2009 διατηρεί το λογοτεχνικό ιστολόγιο «Διαβάζοντας» (diavazontas.blogspot.gr).




*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Τέσσερα Διηγήματα της Κατερίνας Σημηντήρα

επιμέλεια Νότα Χρυσίνα *

φωτο Κατερίνα Μπούζα



Ένα ταξίδι στη Φλώρινα

Ο κυρ Θωμάς ένας λεβέντης, ψηλός, σωματώδης άντρας, παρά τα 62 του χρόνια είχε ακόμα την δύναμη ενός ταύρου. Όμως εκείνο το καλοκαίρι του 1949 δεν αισθάνονταν καθόλου καλά, είχε ζαλάδες ,πονοκεφάλους, κουράζονταν και λαχάνιαζε εύκολα, είχε τάσεις για εμετό, όλο παραπονιόταν. Του έβραζαν τσάγια διάφορα, από όλων των ειδών τα βότανα αναμειγμένα με καθαρτικό, τον ξεμάτιαζαν, μα το λάδι δεν σκόρπιζε μέσα στο νερό, σημάδι πως το κακό το μάτι δεν ξορκιζόταν. Ήρθε ο παπάς τρεις φορές και διάβασε τρία ευχέλαια στη σειρά, ήρθε κι από το Άγιο όρος ένας καλόγερος στο βάλτο, καβάλα σε ένα γάιδαρο και έφερε ένα κομματάκι Τίμιο ξύλο και λάδι από την Ιερά μονή Παμμέγιστων Ταξιαρχών. Τον σταύρωναν στο μέτωπο κάθε πρωί μέσα σε χώρο λιβανισμένο ,μα τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει τον πόνο στα μηνίγγια, τις εξάψεις και τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε. Ώσπου μια μέρα, μια γυναίκα, μουσαφίρισσα από ένα άλλο χωριό, είπε πως ο άνδρας της είχε το ίδιο πρόβλημα και πως παρά τον πόλεμο, πήγε στην Φλώρινα γιατί το κλίμα εκεί ήταν το καλύτερο για πονοκεφάλους και γιατρεύτηκε. Έτσι αποφάσισε να πάει κι αυτός. Ξεκινώντας χαράματα, έφτασε νωρίς στο Βαρδάρη και με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα του Εθνικού στρατού έφυγε για την Φλώρινα. Το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο, μες τον φόβο και την ταλαιπωρία .Ο περισσότερος δρόμος ήταν ανατιναγμένος από νάρκες. Έφτασαν μεσημέρι κι ήταν θεονήστικος τρεις μέρες, πεινούσε σαν λύκος . Μπήκε σε ένα μαγειρείο και έφαγε καλά, μα βγαίνοντας στο δρόμο με την βαλίτσα στο χέρι, του ήρθε μια ζάλη και μια κομμάρα. Μια αγωνία και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είδε ένα παγκάκι και κάθισε εκεί ολομόναχος και πέθανε.


φωτο Κατερίνα Μπούζα


Το μυγάκι


Ήταν μια μέρα συννεφιασμένη του Οκτώβρη και οι άντρες έσπερναν σιτάρι στα χωράφια . Η μάνα καθισμένη σε μια πέτρα απόμερα στην αυλή καθάριζε κρεμμύδια, μα ένα μυγάκι μπήκε στο μάτι της κι όσο το σκούπιζε τόσο δάκρυζε. Μια το μυγάκι μια τα κρεμμύδια αναγκάστηκε να σηκωθεί. Μπήκε στο σπίτι να δουν τα κορίτσια αν ήταν έντομο να το φυσήξουν. Ο Σωτήρης πάντα αδιάθετος πάλι δεν είχε πάει στο χωράφι ,ξάπλωνε στο μέσα δωμάτιο .Μόλις η Σοφία την είδε στην πόρτα τρόμαξε ,έχασε το χρώμα της και την τράβηξε με δύναμη προς έξω. Μα αυτή πρόλαβε να ακούσει τα βογγητά από την μέσα κάμαρα και φοβήθηκε, παραμέρισε με μια σπρωξιά την Σοφία , άνοιξε διάπλατα την πόρτα και είδε ολόγυμνο το στερνοπαίδι της καβάλα στο Σωτήρη. Δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ , ο Σωτήρης πετάχτηκε σαν ελατήριο , της έπιασε σφιχτά το μπράτσο και την κόλλησε στον τοίχο. «Μιλιά δεν θα βγάλεις όσο ζεις » της είπε. «Μιλιά μάνα αλλιώς πρέπει να πάμε να πέσουμε στο ποτάμι όλοι μας» την ικέτευσε η Σοφία. Η μικρή στεκόταν ολόγυμνη, κοίταζε αμήχανη μια τον ένα μια τον άλλο σαν να μην καταλάβαινε. Κι η μάνα κατέβασε την μαντήλα της ως την μύτη και δεν την ξανασήκωσε ως τον θάνατο.


φωτο Κατερίνα Μπούζα


Ποικιλίες αγκαθιών


Ο  Γιώργος Οικονόμου ήταν γυρολόγος  στα νιάτα του. Τριγυρνούσε στις γειτονιές των χωριών και πουλούσε στις γυναίκες από έρωτα μέχρι μπάντες ψευτοβελούδινες με μυστικούς δείπνους, που έρχονταν έλεγε με καράβια από τα Ιεροσόλυμα και ήταν αγιασμένες και ορκίζονταν στα κόκαλα του παππού του και για τα δύο.  Έντυναν με αυτές οι γυναίκες τους τοίχους, τους στόλιζαν και μετά γονάτιζαν και προσεύχονταν μυστικά στο Χριστό να τους συγχωρεθεί το αμάρτημα της μοιχείας. Έτσι ξελόγιασε και την Φανή που την έβαλε στο μάτι γιατί ήταν όμορφη, από οικογένεια με όνομα  στο χωριό. Τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, που ρώτησαν για αυτόν στα μέρη του και έμαθαν πως ήταν ένας φτωχοδιάβολος και πως από δέκα χρονών ήταν παραπαίδι σε έναν Εβραίο έμπορο υφασμάτων ονόματι Σαούλ στο Μπεζεστένι. Σπούδασε από μικρός την πονηριά των Εβραίων, ψυχολογούσε τους ανθρώπους, ανέτρεπε τους πρώτους ενδοιασμούς των γυναικών , χρησιμοποιώντας  την γοητεία του, λέξεις και πλάνες. Δεν χρειαζόταν πολλά ο Γιώργος, ένα μαγαζάκι ήθελε και μια πρώτη σιρμαγιά που αυτά τα είχε η Φανή  με το παραπάνω. Σπίτι διώροφο της δώσανε προίκα .Πάνω το σαλόνι και τα υπνοδωμάτια και κάτω η κουζίνα, ένας οντάς και το μαγαζί γωνιακό με μια μεγάλη τζαμαρία επάνω στον κεντρικό δρόμο του χωριού που ήταν ασφαλτοστρωμένος ,λείος , ανεμπόδιστος οδηγούσε στην μεγάλη πολιτεία. Γιατί οι υπόλοιποι  δρόμοι  ήταν στενοί και δαιδαλώδεις. Χωμάτινοι, όλο στροφές κι αδιέξοδα. Με βαθιά χαντάκια δεξιά και αριστερά, για να στραγγίζουν τα νερά της βροχής , όπου μέσα τους φύτρωναν κάθε άνοιξη πάντα οι ίδιες ποικιλίες αγκαθιών, πράσινες και αθώες στην αρχή, πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα το καλοκαίρι ,φούντωναν και μεγάλωναν άναρχα κι όσο η ζέστη γινόταν αφόρητη και το χώμα σκόνη τριφτή, σκλήρυναν σαν μεταλλικές καρφίτσες , κουρελιάζοντας σε κάθε φύσημα του αγέρα τα θεόρατα πλατύφυλλα λάπατα. Αλλά αυτός το κακό το χούι δεν το έκοψε, δεν άφηνε ευκαιρίες να του ξεφύγουν, ελεύθερες, χήρες  παντρεμένες, δεν λογάριαζε. Ήταν και το επάγγελμα τέτοιο, είχε να κάνει όλο με θηλυκά. Ξεδίπλωνε το τόπι και έριχνε το ύφασμα με μια μαεστρία  πάνω στον ώμο τους  μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη και ενώ τις κολάκευε, κολλούσε επάνω τους να τον νοιώσουν στητό και ντούρο  κι όταν αυτές δεν τραβιόταν, προχωρούσε σιγά ,σιγά ,πρώτα ένα χάδι στο λαιμό που κατέβαινε στο ντεκολτέ και στο στήθος. Η Φανή υπέφερε. Μετά την γέννηση των δύο κοριτσιών πριν προλάβουν αυτά να ξεπεράσουν την νηπιακή ηλικία αρρώστησε βαριά. Ένα είδος παραλυσίας. Έμεινε κατάκοιτη σε ένα ντιβάνι στο ισόγειο του σπιτιού για λίγα χρόνια ,ώσπου πέθανε, βλέποντας όλο αυτό το διάστημα της αρρώστιας της  να περνά  αγκαλιά με τις ερωμένες του από μπροστά της  και να τις ανεβάζει στο πάνω πάτωμα στο μεγάλο  κρεβάτι.



φωτο Κατερίνα Μπούζα


Σινεμά βιολέτα



Αυτή μόλις τελείωσε το λύκειο παντρεύτηκε. Ε, όλοι τότε οι γνωστοί μακάριζαν την τύχη της, γιατί ήταν και ωραίος άντρας και πλούσιος. Τι λούσα, τι ταξίδια, τι μεγαλεία, μέχρι και τουρμπάνι φορούσε. Η μάνα της έπαιρνε φίλες και γνωστές, κάθε Κυριακή μετά το εκκλησίασμα των Αγίων Πάντων και τις πήγαινε για καφέ στην μεζονέτα της κόρης της να παινευτεί. Την έπαιρνε από το Σάββατο τηλέφωνο «Αύριο μετά την εκκλησία να μας περιμένεις, θα έρθω με την Σούλα, την Μαρίκα και την Κατίνα. Να στρώσεις το τραπεζομάντιλο το κονκγολέζικο». Τώρα το τραπεζομάντιλο, αν και ήταν πολύ όμορφο πλεκτό σαν κοπανέλι ένα πράμα, με πάρα πολύ δουλειά, δεν είχε όμως καμιά σχέση με το Κονγκό. Πώς της είχε κολλήσει αυτηνής ανεξήγητο. Τόση πολύ δουλειά σιγά να μην έκαναν οι Κονγκολέζοι, αυτοί ούτε ρούχα φορούσαν στα ντοκιμαντέρ με κοπανέλια θα ασχολούνταν; Αυτό σίγουρα κινέζικο ήταν, μόνο οι Κινέζοι θα μπορούσαν να δουλέψουν έτσι σκληρά και με μισθούς πείνας για να μπορεί να αγοράσει και η κυρά Αφροδίτη δώρο στην κόρη της ένα τέτοιο κομμάτι. Τις έφερνε λοιπόν στο σπίτι και τις τριγύριζε στα δωμάτια «Κοιτάξτε τι ωραίες κουρτίνες, τι ωραία χαλιά». Άνοιγε μέχρι και τα ντουλάπια της κουζίνας να δουν μέσα. Πήγαιναν και αυτές από πίσω της ώσπου μια Κυριακή ανοίγοντας την πόρτα να τους δείξει το μπάνιο, πέσαν πάνω στο γαμπρό της την στιγμή που κατουρούσε ο άνθρωπος. Ύστερα μάθαμε πως την χώρισε. Πάντως δεν τις ξανάδαμε στη γειτονιά, λες και χάθηκαν από προσώπου γης.





 Κατερίνα Σημηντήρα






Η Κατερίνα Σημηντήρα γεννήθηκε στα Κύμινα Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015)Δυτικά της Σαπφούς, Μανδραγόρας
(2013)Εξαίσιες ωδές μιας μυστικής πορείας, Όστρια Βιβλίο


 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια- πολιτισμολόγος. Υπεύθυνη ύλης του cantus firmus.
                           notachryssina@gmail.com

                                                                                           
                                                              

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

"Ο ακρωτηριασμένος Κούρος" της Λένας Κατσομίτη

επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com



Ο διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου κοίταζε αποσβολωμένος το ακρωτηριασμένο νέο αρχαιολογικό εύρημα, που είχε μεταφερθεί στο μουσείο για την τελική συντήρησή του πριν την τοποθέτησή του στον χώρο της έκθεσης. Ήταν ένας κούρος του 5ου αι. π.Χ. ιδιαίτερης αρχαιολογικής σημασίας διότι είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με τον κούρο της Αναβύσσου. Βρέθηκε θαμμένος σε έναν λοφίσκο στην ίδια περιοχή και τοποθετημένος σε ένα κασόνι. Η κατάστασή του θα ήταν άριστη, αν δεν είχε βρεθεί μία σφαίρα σφηνωμένη στην περιοχή του εφηβαίου. Η ανάλυση έδειξε ότι η σφαίρα προερχόταν από σύγχρονο κυνηγετικό όπλο και η αφαίρεσή της ανατέθηκε σε μία εξαίρετη συντηρήτρια εξειδικευμένη σε δύσκολες περιπτώσεις όπως αυτή. Η αφαίρεση τής σφαίρας με την ελάχιστη δυνατή φθορά στο άγαλμα  προϋπέθετε ειδικές γνώσεις και δεξιοτεχνία για τις οποίες η εν λόγω συντηρήτρια ήταν γνωστή. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν καταστροφικό- αφού το άγαλμα πλέον ήταν ακρωτηριασμένο στα γεννητικά όργανα και εκείνος ήταν υποχρεωμένος να διατάξει ένορκη διοικητική εξέταση.

***

Η συντηρήτρια παρέλαβε με πρωτόκολλο για την υπηρεσία συντήρησης αρχαιοτήτων, το κασόνι με τον κούρο από την αρχαιολογική υπηρεσία του μουσείου. Στον συνοδευτικό φάκελο υπήρχε μία αναλυτική έκθεση σχετικά με την διαδικασία εύρεσης του κούρου και τέσσερις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τον κούρο στο σημείο της ανασκαφής. Η αρχική εκτίμηση της συντηρήτριας, σχετικά με την εξαγωγής της σφαίρας από το άγαλμα, ήταν ότι η αφαίρεση είναι εύκολη και ότι μπορούσε να κάνει την επέμβαση μόνη της χωρίς τη βοήθεια του συναδέλφου που απουσίαζε εκείνη τη μέρα. Εκτίμηση, που επιβεβαιώθηκε αφού η σφαίρα αφαιρέθηκε πολύ εύκολα.  
Κράτησε τη σφαίρα μέσα στη χούφτα της και άρχισε να την χαϊδεύει, να την χαϊδεύει αναρωτώμενη πώς μπορεί να βρέθηκε στο σώμα του αγάλματος. Καθώς χάιδευε τη σφαίρα, αυτή άρχισε να διαστέλλεται, μέχρι που έφτασε στο μέγεθος ενός πορτοκαλιού. Η σταδιακή διαστολή άλλαξε ποιοτικά τη σφαίρα, ώσπου κατέληξε να γίνει διάφανη. Η συντηρήτρια κοίταξε την διάφανη σφαίρα και μέσα της πρόσεξε μία άλλη σφαίρα, σφηνωμένη σε ένα ταβάνι. Την θυμήθηκε αυτή τη σφαίρα. Ήταν εκείνη η σφαίρα που την ώθησε να τρέξει να τον βρει…
 Πυροβολισμός! Σε πυροβόλησαν! Σε πυροβόλησαν! Όχι, ταινία! Σε πυροβόλησαν αλήθεια! Έτρεμες, έκλαιγες, ένα αγόρι, μιλούσες, για ένα αγόρι. Ένα αγόρι χαμένο στη μελαγχολία, ένα αγόρι και οι ανεξερεύνητες στύσεις του, ένα αγόρι σου προσφέρει τον αυνανισμό του και σμιλεύει την στύση σου, ένα αγόρι σε συγκινεί με το τραγούδι του, ένα αγόρι σε προδίδει με μία κάμερα κινητού. Και έρχεται ο πυροβολισμός-εκφοβισμός! Η σφαίρα στο ταβάνι σου! Η μνήμη κολλάει στο δέρμα – έχω σμιλέψει και εγώ τη στύση σου, αλλά χωρίς τραγούδι. Ενοχή-υπακοή, ενοχή-φόβος, ενοχή-μυστικό, ενοχή-ενοχή. Ανυπακοή! Όταν δεν το ξαναέκανα, θύμωσες! Έφερνες γλυκά-και άλλα γλυκά! Με μπούκωνες με γλυκά και η ενοχή είχε γεύση σαντιγί. Έχω φύγει, πλέον, από το σπίτι. Έχω ξεχάσει; Ένα αγόρι, σήμερα, ένα κορίτσι, χθες - το κορίτσι που ήμουν -  και η μνήμη δερματοστιξία. Και έρχεται ο πυροβολισμός! Με πυροβόλησες! Η σφαίρα στο ταβάνι σου εξοστρακίζεται πάνω μου, με διαπερνά και σφηνώνεται στον  κούρο, η σφαίρα στον κούρο,  του σπάω τα αχαμνά….
Η συντηρήτρια έσφιγγε γερά στα χέρια της την σφαίρα, η οποία είχε επανέλθει στη συμβατική της μορφή. Στη συνέχεια, έσκυψε, σήκωσε τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού του αγάλματος από το πάτωμα και τα άφησε στον πάγκο του εργαστηρίου. Ο φαλλός είχε σπάσει σε δύο σημεία, αλλά θα μπορούσε να τον συναρμολογήσει και να τον κολλήσει. Η καταστροφή του αγάλματος, την υποχρέωνε να γράψει μία έκθεση στην οποία να δικαιολογεί την δυσκολία της αφαίρεσης τής σφαίρας καθώς επίσης ότι ήταν εξαιρετικά πιθανή η πρόκληση φθοράς στο άγαλμα, όπως και συνέβη.
 «….ύστερα από μετρήσεις βρέθηκε ότι  η ενσφήνωση της σφαίρας στο άγαλμα είχε πραγματοποιηθεί υπό γωνία 38ομοιρών και σε βάθος 25 χιλιοστομέτρων (αντιθέτως με την αρχική εκτίμηση ότι η ενσφήνωση της σφαίρας ήταν κάθετη με το επίπεδο του αγάλματος και σε μικρό βάθος) γεγονός που καθιστά την αφαίρεσή της χωρίς σημαντική φθορά στο άγαλμα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα…..
…το τμήμα του αγάλματος που έσπασε σε τρία κομμάτια πρόκειται να επανακολληθεί…..»
Έχοντας μόλις διατυπώσει την παραπάνω φράση, σταμάτησε την συγγραφή της έκθεσης και έπιασε στα χέρια της τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού. Μπορούσε να υποστηρίξει το ψέμα του τρόπου ενσφήνωσης της σφαίρας αλλά της ήταν αδύνατο να επανακολλήσει τον φαλλό στη θέση του.
Ήμουν 33 χρονών και έμενα ακόμη στο σπίτι. Κάθε βράδυ οι ίδιες σκηνές εκτυλίσσονταν ιεροτελεστικά. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ…. Έβλεπες τηλεόραση και χάιδευες την φουσκωμένη στύση σου με το χέρι σου μέσα στο εσώρουχο… κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, πόσα χρόνια; Δεν θυμάμαι. Είχες σταματήσει να μου φέρνεις γλυκά. Πόσα χρόνια; Με τη μητέρα, οι σχέσεις σας συμβατικές. Και έφευγα πάντα από το σαλόνι… και ξενυχτούσες… και ξενυχτούσες και η τηλεόραση συνένοχος στον αισθησιακό παροξυσμό… χάιδευες την στύση σου κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, φεύγοντας από το σαλόνι, ονειρευόμουν ότι πυροβολούσα τη στύση σου που ξεφούσκωνε, θρυμματιζόταν και έλιωνε στον πάγο. Κάθε βράδυ…

Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Διόρθωσε την έκθεση ως εξής: «…είναι αδύνατη η ανασύσταση τους τμήματος του αγάλματος που έσπασε, καθώς θρυμματίστηκε κατά την πτώση του στο έδαφος…». Έσκισε τις φωτογραφίες που έδειχναν την πρότερη κατάσταση του αγάλματος και κατευθύνθηκε προς την αρχαιολογική υπηρεσία για να σβήσει τις ίδιες φωτογραφίες και από τον υπολογιστή. Έχοντας συνεργαστεί πρόσφατα, με τους αρχαιολόγους συναδέλφους της, γνώριζε τον κωδικό πρόσβασης. Στην συνέχεια, βρήκε από τις επαφές του κινητού της τηλεφώνου τον αριθμό του δικηγόρου της. Καταλάβαινε ότι ο διευθυντής του μουσείου θα διέτασσε τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης για την καταστροφή του αγάλματος.Καθώς καλούσε τον τηλεφωνικό αριθμό του δικηγόρου, πήρε τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού, τα έβαλε σε ένα γουδί από τον εξοπλισμό του εργαστηρίου και τα κονιορτοποίησε.




Σύντομο Βιογραφικό


Η Λένα Κατσομίτη ζει και εργάζεται στην Αθήνα όπου και γεννήθηκε το 1975. Έχει σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών για τη Δημόσια Πολιτική και στο Πανεπιστήμιο Leuven του Βελγίου για τα Δημόσια Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Το 2012 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Της Τρέλας το Γλυκό Έδεσμα» από τις εκδόσεις Ηριδανός. 



Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

"Αρχαγγελίτης (προμήνυμα)" του Αλέξανδρου Κυπριώτη

επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com

Οι παγκόσμιες μέρες δεν αρκούν για να θυμόμαστε και να τιμούμε εκείνους στους οποίους αφιερώνονται,όμως αν η παγκόσμια μέρα του παιδιού θεωρηθεί επίσης και μέρα γιορτής -και είναι- τότε εμείς μπορούμε να την γιορτάζουμε επί σαράντα μέρες,έτσι δεν λέει η παράδοση;
Ας την τιμήσουμε λοιπόν αν και τυπικώς πέρασε ,ήταν η 11η του Δεκεμβρίου,με το διήγημα του Αλέξανδρου Κυπριώτη "Αρχαγγελίτης" το οποίο αφιερώνουμε σε όλα τα παιδιά του κόσμου.

 Viola Niccolai, "Hamelin 31" (pencil drawing).
Αλέξανδρος Κυπριώτης

Αρχαγγελίτης (προμήνυμα)



Μάρτυρες δεν υπήρχαν. Ήταν όμως σίγουρο ότι μέσα σε δυο νύχτες εξαφανίστηκαν πολλά παιδιά. Πάρα πολλά. Αγόρια και κορίτσια. 20 και 21 Νοεμβρίου. Μέσα σε δυο νύχτες άνοιξε η γη και κατάπιε ένα σωρό παιδιά. Και αδέλφια.
            Όποιος έχασε παιδί κι είχε κι άλλο έτρεμε μην το χάσει και εκείνο, και δεν μιλούσε. Όποιος έχασε παιδί και δεν είχε άλλο έτρεμε μην του το φέρουνε πεθαμένο, και δεν μιλούσε και εκείνος. Η είδηση όμως μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα τρεις τέσσερις ημέρες τώρα. Κάποιοι που δεν έχασαν παιδί κι άλλοι που δεν είχανε ποτέ παιδί δικό τους να το χάσουν μιλούσαν ψιθυριστά για έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό εξαφανισμένων παιδιών. Καμία άλλη αναφορά, πουθενά. Καμία επίσημη ανακοίνωση.
            Εκείνη το άκουσε από την εγγονή της, που άρχισε να φοβάται για την κόρη της. Κατάλαβε. «Άρχισαν», είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κι ύστερα έσφιξε τα χείλη της και έκλεισε τα μάτια της.

***

Μια Πέμπτη γεννήθηκε, στις 12 Σεπτεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη. Ασθενική κράση, είπε η μαμή. Ήταν δεν ήταν δεκαέξι ημερών το νεογέννητο, όταν αρρώστησε βαριά. Έναν ολόκληρο μήνα παλεύανε να το κρατήσουν στη ζωή με νύχια και με δόντια, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Και τότε η μάνα του το έταξε στον αρχάγγελο. Όλοι τής λέγανε να το βαφτίσουν το παιδί στον αέρα, μην φύγει αβάφτιστο, με κρίμα, αλλά εκείνη δεν τους άφηνε. «Όχι», έλεγε και ξανάλεγε με σφιγμένα τα δόντια. «Όχι», μόνο αυτό, τίποτ’ άλλο.
            Στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, την ημέρα των Αρχαγγέλων, το βάφτισε το παιδί. Το τάμα που ’χε κάνει ήταν άμα ζει το παιδί, έτσι είπε όταν έκανε το τάμα, δεν είπε «άμα ζήσει», άμα ζει το παιδί μέχρι τη μεγάλη γιορτή των Αρχαγγέλων, θα του δώσει η ίδια τ’ όνομα τ’ αρχαγγέλου που έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα στην Παρθένο Μαρία.
            Εκείνη την Πέμπτη έμεινε ξάγρυπνη, περίμενε να φέξει. Και μόλις έφεξε, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι της σιγά σιγά και πήγε πάνω από την κούνια του παιδιού και στάθηκε ν’ ακούσει αν αναπνέει. Ανέπνεε βαριά. Τότε έκανε τον σταυρό της και είπε με ευγνωμοσύνη: Εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα συνέχισε. Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η Βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Κι ύστερα έσκυψε πάνω απ’ το παιδί και το πήρε στα χέρια της. Σήκωσε το παιδί στον αέρα και είπε: Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Γαβριέλα εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα ξανασήκωσε το παιδί στον αέρα και ξαναείπε: Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Γαβριέλα εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα ξανασήκωσε το παιδί στον αέρα και ξαναείπε για τρίτη φορά: Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Γαβριέλα εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Κι ύστερα το άφησε το παιδί μες στην κούνια του πάλι και είπε: Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Και το νεογέννητο όλη αυτή την ώρα ανέπνεε αλλά δεν ξύπνησε.
            Έτσι έγινε και το είπανε Γαβριέλα το παιδί. Κι εκείνη η δύναμη του θεού, που της έδωσε τ’ όνομά της, την κράτησε στη ζωή όλα αυτά τα χρόνια.
            Γερασμένη προ πολλού, τυφλή σχεδόν, και στα δυο τα μάτια, κουφή απ’ το ένα το αφτί το αριστερό και με ακουστικό στο άλλο, χωρίς να μπορεί να κρατήσει έστω για μια στιγμή ακίνητο το κεφάλι της, με το ένα χέρι, το δεξί, να κρατάει το άλλο το αριστερό για να μην τρέμει, αλλά με σώας τας φρένας, έκλεισε τα μάτια της εκείνη την Κυριακή και ζήτησε απ’ τον αρχάγγελο μια χάρη που όμοιά της δεν είχε ζητήσει ποτέ στη ζωή της μέχρι τότε. Να την πάρει. Να την πάρει, να μην αξιωθεί να δει το κακό που ετοίμαζε χωρίς να το γνωρίζει. «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», δεν είπε κι ο Χριστός; Να την πάρει. Εκείνη τη στιγμή. Όχι άλλη. Και με τα μάτια της κλειστά, όρκο θα έπαιρνε ότι είδε να της παρουσιάζεται αυστηρή η μορφή του αρχαγγέλου που παίρνει τις ψυχές. Εκείνη την Κυριακή, στις 24 Νοεμβρίου, η Γαβριέλα Διαμαντίδου έφυγε πλήρης ημερών, στα 84 της χρόνια.

***

Στις 29 Δεκεμβρίου, στα σαράντα, το μάρμαρο ήταν έτοιμο: «Γαβριέλα Διαμαντίδου / Ετών 84  – 24/11/2024». Κι από κάτω η φράση που αγαπούσε: «και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπη δε μη έχω, ουδέν είμι». Και τότε, έτσι όπως διάβαζε το μάρμαρο, θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της. «Αριθμοί είναι. Τον Νοέμβρη θ’ αρχίσει το κακό», είχε πει.
            «Η γιαγιά σας ήταν πολύτιμος άνθρωπος», άκουσε πίσω της και τρόμαξε. Γύρισε. Είδε δυο άντρες να την κοιτάζουν. Κατάλαβε. «Με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω», βιάστηκε να πει. «Θα σας πάμε εμείς όπου θέλετε», είπε ο ένας και τη σταμάτησε, πιάνοντάς την απ’ το μπράτσο. «Ελάτε», της είπε ο άλλος και της χαμογέλασε, «έχουμε και τη μικρή μαζί μας».


O Αλέξανδρος Κυπριώτης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει Τόμας Μανν, Μπότο Στράους, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Φραντς Κάφκα, Κάρεν Ντούβε, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Μάριο Βιρτς, Τερέζια Μόρα, Ίμραν Αγιάτα, Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν, Ελφρήντε Γέλινεκ κ. ά. Επί σειρά ετών έχει διδάξει μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στο «Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης - Λογοτεχνία & Επιστήμες του Ανθρώπου», στο Διαπανεπιστημιακό Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Μετάφραση - Μεταφρασεολογία» του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθήνας και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο Γερμανικό Τμήμα του «Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Μετάφρασης» της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και στο ανεξάρτητο «Εργ@στήρι ΜετάφρασηςOnline». Έχει γράψει θεατρικά έργα («Γ΄ Κρατικό Βραβείο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων 1995»), διηγήματα, μικρά πεζά, ποιήματα και παραμύθια. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων, με την οποία ήταν υποψήφιος για το «Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2014» του Αναγνώστη. Το 2015 διασκεύασε δύο θεατρικά έργα του Παντελή Πρεβελάκη  για την παράσταση Το τρελό αίμα,  σε σύλληψη, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου (Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν). Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπωνχρησιμοποιούνται στη μουσικοθεατρική παράσταση Αμπαζούρ της θεατρικής ομάδας «Στενός Κορσές».



Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

"Η Πιανίστα" της Δήμητρας Κουλούρη



επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com



Μεγάλωσα σε μία μικρή επαρχία της Πελοποννήσου, σε αστική οικογένεια. Μουσική παιδεία δεν είχα, ούτε απέκτησα ποτέ. Η μόνη μου επαφή με τη μουσική ήταν ο χορός. Όπως όλα τα κορίτσια των εύπορων οικογενειών, έτσι κι εγώ παρακολουθούσα μαθήματα κλασικού χορού. 

Η σχολή χορού, πέρα από της μπάρες, τους καθρέφτες και το παρκέ, είχε και ένα πιάνο. Χορεύαμε πάντα με ζωντανή μουσική. Ο κλασικός χορός είναι δύσκολο εγχείρημα. Απαιτεί πειθαρχία, σεβασμό, συγκέντρωση και αφοσίωση. Η δασκάλα μας ήταν μια ξερακιανή Αγγλίδα, μιλούσε σπαστά ελληνικά και ήταν αρκετά απαιτητική, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. 

Με το πέρασμα των χρόνων η συμμετοχή μας στο μάθημα αυτοματοποιήθηκε: αποδυτήρια, σκόνη στα παπούτσια για να μην γλιστρούν στο παρκέ και αμέσως στην αίθουσα. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος μια μόνο φωνή ακουγόταν, αυτή της δασκάλας. Αυτή μιλούσε, εμείς εκτελούσαμε. Απαγορευόταν οποιαδήποτε συνομιλία, ακόμα και ο θόρυβος των ποδιών στο παρκέ. Α, και η μελωδία του πιάνου ακουγόταν. Μέσα στην αίθουσα υπήρχε ένα ακόμα πρόσωπο, η πιανίστα. Ήταν μια κοντή, γεμάτη κοπέλα, με σγουρά μαλλιά. Ποτέ δεν έμαθα το όνομά της, ποτέ δεν άκουσα τη φωνή της. Ήταν πάντα κολλημένη στο πιάνο και έπαιζε όλο το απόγευμα, χωρίς διακοπή. Δεν χρειαζόταν καν να της πει τι θα παίξει, ήξερε το κομμάτι που αντιστοιχούσε σε κάθε άσκηση. Και σε καμία από εμάς δε φαινόταν περίεργο που δεν επικοινωνούσαμε μαζί της. Η πιανίστα ήταν μέρος του χώρου... το παρκέ, οι καθρέφτες, οι μπάρες, το πιάνο, η πιανίστα. Η πιανίστα ήταν απλά το μέσο για να χορέψουμε... έτσι ακριβώς όπως το λέω, «απλά». 

Πέρασαν αρκετά χρόνια και κληθήκαμε να χορέψουμε σε δύο παραστάσεις: τον μαγικό αυλό και το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Οι ρόλοι μοιράστηκαν και θα ξεκινούσαμε εντατικές πρόβες. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος! Μέχρι που πήγαμε στην πρώτη πρόβα... καμία δεν κατάφερε να χορέψει. Η παράσταση δεν θα είχε ζωντανή μουσική, έλειπε η πιανίστα. 
Για να καταφέρουμε να βγάλουμε τις πρόβες, η κοπέλα αναγκάστηκε να μάθει να παίζει κάποια κομμάτια για τις απαιτήσεις της παράστασης και να ακολουθήσει το πρόγραμμά μας... σιωπηλή όπως πάντα. 
Μεγάλωσα, σταμάτησα τον χορό και την πιανίστα δεν την έχω συναντήσει από τότε. Θα ήθελα τουλάχιστον να μάθω το όνομά της...






Δήμητρα Κουλούρη















Η Δήμητρα Κουλούρη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Σπούδασε Ιατρική. Ζει στην Αθήνα. Αγαπά τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο. Αγαπά τον γιο της και... «τους άλλους» που την διδάσκουν ψυχιατρική.

*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΥΟ ΖΩΕΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ


επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*




Σχέδιο Διηγήματος

Στην πρώτη του ζωή ήταν νέος, εργοστασιάρχης. Μικρός εγχώριος βιομήχανος, ωστόσο λαμπερός, με αίγλη, με προσωπικό ευχαριστημένο, καλοπληρωμένο, με προϊόντα εξαγωγής. Λιτοδίαιτος κι αυτάρκης ο ίδιος, άνθρωπος - όπως τον έλεγαν - παλιός, δεν επαίρετο για τις κατακτήσεις του, δεν επιδείκνυε τ' αγαθά του. Μεγάλη ζωή δεν έκανε, κι αν κάτι πάνω του μαρτυρούσε την ανώτερη (ας την πούμε, κατά ένα τρόπο) τάξη του ήταν ή για τις ελεύθερες ώρες του, μιας και χρόνος πολύς δεν υπήρχε καθώς η διεύθυνση του εργοστασίου, η κίνηση, η διαφήμιση και η προώθηση των προϊόντων ήταν στα χέρια του αφημένη όλη, ήταν λοιπόν η αρχοντιά του μεγάλου του έρωτα για τα Γράμματα, τα διηγήματα, τον στίχο, την κριτική, και τα βιβλία. Ο χρόνος που του’ μένε και αφιέρωνε σ’ αυτά ήταν η πολυτέλειά του. Άφατες οι ηδονές που δοκίμαζε κάθε που έπεφταν στα χέρια του βιβλία, ξενόγλωσσα κι ελληνικά, απ' τα οποία δεν σκάμπαζαν πολλά οι υφιστάμενοι, υπάλληλοι του εργοστασίου του κι εργάτες, αλλά ούτε πολλά- πολλά επίσης κι οι κατά κάποιο τρόπο ισότιμοι κοινωνικά και οικονομικά συνάδελφοί του εργοστασιάρχες. ΄Α! όσο γι’ αυτούς! Μαζί τους μοιραζόταν μόνο τις πιο επίγειες, τις πιο υλικές απολαύσεις κι ηδονές :
«Έλα, βρε Σπ... Βγες απ’ το καβούκι σου ένα Σαββάτο βράδυ κι εσύ, και πάμε να γλεντήσουμε... Έχει ένα ωραίο στρηπτιζάδικο στη Συγγρού για μερακλήδες... και πού’ σαι! Κάτι  μανούλια... ολόδικά σου, αν δεν έχει η τσέπη σου καβούρια... ».  
Έζησε έτσι - ως μικρός βιομήχανος- καμιά εικοσαριά χρόνια. Μετά, θες από τύχη, θες από θέμα χαρακτήρα του που, με το μέστωμα, αποκαλύφθηκε κάπως αλλιώτικος απ' ότι φαίνονταν στο νεανικό του το ξεκίνημα, θες από κείνες τις μεθοδικές κι οργανωμένες κινήσεις εξωστρέφειας που του’λειπαν ( ή που τον εγκατέλειψαν με τον καιρό ), και τον έκαναν να αμελεί να βγαίνει πιο δυναμικά στην αγορά, να μπαίνει στη συναλλαγή,                
ν ’ανταγωνίζεται αλύπητα ή να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις), σιγά- σιγά έχασε όλη την πρώτη του ενέργεια του εργοστασιάρχη, του’ φυγε ο έλεγχος της δουλειάς από τα χέρια, και η παραγωγή του είδε κι απόειδε, ώσπου κάποιο πρωί σταμάτησε κι αυτή. Έγινε για την κοινωνία και για κάτι χαιρέκακους μικροαστούς συγγενείς ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης που στα χέρια του η άλλοτε λαμπρή οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε κι έκλεισε :
«Μμ.. ο Σπ.. Μα τι περίμενες;... Πού να τον άφηναν αυτόν για προκοπή τα καμπαρέ και οι παραλυσίες...».
Το μεγάλο του ακίνητο – το εργοστάσιο το πρώην- έμεινε κάμποσο καιρό κλειστό, σα φάντασμα. 'Ωσπου σιγά- σιγά πούλησε ένα- ένα τα μηχανήματά του, εκτός από τα λίγα που οι νέοι ενοικιαστές του ζήτησαν ν’ αφήσει "ως ντεκόρ" στη ντισκοτέκ που άνοιξαν στο παλιό του εργοστάσιο έγιναν της μόδας για την νεολαία την trendy οι βιομηχανικές οι ζώνες, εντωμεταξύ, οι σκοτεινές οι απόκοσμες οι γειτονιές, τρελός ήταν να μην το νοικιάσει τέτοιο λαμπρό, περιουσιακό στοιχείο;  Και μάλιστα με νοίκι τόσο καλό;  Κι έτσι άρχισε σιγά- σιγά για κείνον μια  άλλη, μια δεύτερη ζωή. Στη δεύτερη ζωή του αυτή, βαστούσε βέβαια σιγή, ο κόσμος αραίωσε, η κοινωνικότητα του πρώην εργοστασιάρχη περιορίστηκε. Όπως λέγανε από παλιά, αν δεν τον φυσάς, αν δεν σε βλέπουν αεράτο δεν σε ζυγώνουν οι  πρώην Μακαντάσηδες : «Έλα μωρέ ο Σπ. τελειωμένος είναι απ’ τα πενήντα του...» Δεν τό'νε πείραξε. Άλλο που δεν ήθελε κιόλας να ξεφορτωθεί μίζερους συγγενείς τη γκρίνια τους και την κουσκουσουριά τους,  πριν τό'νε απαλλάξει απ’ αυτούς οριστικά ο Χρόνος. «Κι έμεινε μόνος».             

Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή απελπίστηκε. Μαθημένος στη χλιδή, ήταν δύσκολο να ξεμάθει. Φοβόταν τη χαμοζωή. Έτρεμε την αφάνεια, το σκοτάδι, το περιθώριο το κοινωνικό. Να όμως που κανένα σκοτάδι δεν επικράτησε από τότε που άκουσε μέσα του την εσωτερική εκείνη φωνή που τόνε γύρισε χρόνια πολλά πίσω. Ήταν σα να’χε ξαναγεννηθεί, κι άρχισε να μεγαλώνει ξανά μανά απ’ την αρχή. Φάνηκε εκείνο το μικρό φως που τον εθέριευε απ' τα μαθητικά του τα θρανία, εκείνες οι αγαλλιάσεις, οι βαθιές δονήσεις που τού έδιναν την υλική απόδειξη ότι με την ριζωμένη μέσα του ως τα βαθύτερα στρώματα του Είναι του αγάπη του προς τα Γράμματα μπορούσε να ζήσει μια καινούργια, ελεύθερη, πιο εσωτερική ζωή. Ιδίως με το πέρασμα των ετών και με το μέστωμα, αυτή η δεύτερη ζωή έβρισκε πως τού ταίριαζε μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα, και –προπάντων- τού αρκούσε. Με κάποια κουτσοχρηματάκια από την οικογενειακή του περιουσία και το νοίκι απ’ το εργοστάσιο, δεν είχε την ανάγκη της επιβεβαίωσης μέσα από την επιχειρηματική δράση, σ’ αυτή την ηλικία άλλο πια. Είχε τρέξει όσο ήταν καιρός για να αποδείξει. Τώρα ήταν ώρα να εισπράξει. Άσε που –όρεξη να’χε-, όλο και κάποιες δουλειές, που θα τίς έλεγε παρασιτικές, ποτέ δεν έλειπαν. Κι ο ίδιος να μην το’ θελε, ήταν στη μοίρα του να φαίνεται συχνά χρήσιμος στους άλλους. Κι όσο για διασκεδάσεις κι ηδονές; Και σε τούτη τη φάση ούτε του έλειψαν κι αυτές. Με νέες παρέες τώρα, πιο ταιριαστές, όλο και τις γλένταγε κάποιες νύχτες του, χωρίς ενοχές και μουρμούρες οικογενειακές, μικροαστικές. Κι ύστερα απ’ τις μικρές του δόσεις αλητείας, γύρναγε πάλι στις μελέτες και τα ενδιαφέροντά του τα αμιγώς πνευματικά. Σε ίση απόσταση στέκοντας κι απ’ τα δύο, νιώθοντας ότι από κάτι γλύτωνε, μονολογούσε με ικανοποίηση στον εαυτό του τακτικά: «Ούτε καλόγερος χαρτοπόντικας, ούτε νυχτόβιος κι αλήτης, λες να τά’χεις καταφέρει, Σπ. μου;» Αυτάρκης ήταν πάντοτε άλλωστε, κι έτσι καθόλου στερημένος, καθόλου ορφανός, μπορούσε και σ’ αυτό του το ξεκίνημα απ’ τα πενήντα και μετά, να νοιώθει πάλι μια χαρά ... Να ξανακοιτάει τον ήλιο και να χαίρεται τα πρωινά όταν ξυπνά. ΄Ασε που η όρεξη της δημιουργίας πρόσθεσε στα ενδιαφέροντά του και τη συγγραφή πάνω στις μελέτες πού’χε κάνει μια ολόκληρη ζωή. Άρχισε ευθύς ένα δοκίμιο κριτικής : «Η σεξουαλική ιδιοτυπία του Καβάφη»  ο Σπ. Δη. – ο "καινούργιος".

ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


Η κ. Νότα Χρυσίνα μου ζήτησε ένα μου διήγημα καθώς και μια παρουσίαση των βιβλίων μου για το blog CantusFirmus. Δύσκολα και τα δυο για μένα. Διότι ούτε διηγήματα γράφω (συστηματικά τουλάχιστον), ούτε σε κριτική ανάλυση των ίδιων μου των βιβλίων μπορώ να επιδοθώ. ‘‘Για να γνωρίσουμε τον Τάκη’’, επέμεινε, ‘‘πέρα από σκηνοθέτη και μελετητή της λογοτεχνίας μας’’. Κι έτσι – με αφορμή μάλιστα αυτό μου το βοηθητικό ‘‘σχέδιο διηγήματος’’ που βρέθηκε κάπου στο Word μου-, παρασύρθηκα να κάνω και μια σύντομη παρουσίαση της δεύτερης δραστηριό- τητάς μου κι εγώ, της, ας την πούμε, συγγραφικής, σ’ ένα διπλό κείμενο, δίνοντας στοCantus Firmus μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά, γυρίζοντας στο Χρόνο πίσω, εκεί στα 1978, τότε που είχα δημοσιεύσει σ’ ένα βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο μου νεανικό διήγημα αναρωτιέμαι: ‘Mπορώ άραγε να διαχωρίσω τη δραστηριότητά μου αυτή ( δεν μ’ αρέσει η έκφραση αλλά πώς αλλιως να το πω; – του ‘συγ- γραφέα’- από την σκηνοθετική μου τη δουλειά; Αφού το διήγημα εκείνο με τίτλο «Μια φιλία» δημοσιευμένο στο πρώτο και τελευταίο τεύχος της έκδοσης Τέχνης και Λόγου ‘Καμπύλη’ το 1978, ήταν χρονικά συνδεδεμένο με τις δυο μικρού μήκους μου ταινίες εκείνης της εποχής, την «Λίζα και την ΄Αλλη» του 1976 και την «Καλλονή» του1977; Και το κυριότερο! είχαν και παρόμοια σχετικά θεματολογία: το ‘φύλο’ και την ‘αναζήτηση ταυτότητας’ οι δυο μου μικρού μήκους, που, με τη σημερινή ορολογία, θα τις λέγαμε gender performances, το ξύπνημα της σάρκας και την μύηση στον ΄Ερωτα ενός δεκατριάχρονου αγοριού από ένα μεγαλύτερο παιδί του λιμανιού σε μια κωμόπολη, καθώς και την πρώτη του τραυματική ομοφυλοφιλική εμπειρία σ’ αυτό το κλειστό και αποδοκιμαστικό περιβάλλον της επαρχίας, το διήγημά μου : «Πρέπει ν’ αρχίσης, να το μάθης, είναι η ηλικία τώρα, άμα σού κολλήση καμμιά, μην σε πη μαλά- κα.» «Γιατί, τα κορίτσια ξέρουν από τέτοια πράγματα;», τον ρώτησε με κωμική απορία. «Ρε χαζέ, τι είν’ αυτά που λες», είπ’ αυτός, «τα κορίτσια το θέλουν περισσότερο, βλέπεις που κάνουν τις ντροπαλές, εσύ τώρα τι κάνεις, τραβάς καθόλου;»
Δεν θα έκανα καθόλου αυτή την αναδρομή σ’ αυτό το μικρό διήγημα που δημοσίευ- σα μισοανώνυμα ως Τάκης Σπ., κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου στο Ναυτικό, αν δεν ήταν για την παράλληλη σκηνοθετική και συγγραφική μου πορεία “μοιραίο” : Στα 1993, συμπληρώνοντάς το μ’ ένα ‘δεύτερο μέρος’ στήριξα πάνω του ένα σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους με τίτλο «Πύρινες Χαρές», για τη συγγραφή του οποίου χρηματοδοτήθηκα μ’ ένα γενναίο ποσό από το Εuropean Script Fund. Η μη χρηματοδότηση του σεναρίου μου από το Κέντρο Κινηματογράφου, καθώς κι η ηθική μου κόπωση από μια προηγούμενη ταινία που δεν είχε πάει και οικονομικά καλά, τα «Κοράκια ή Το Παράπονο του Νεκροθάφτη», με έκαναν να νιώσω αφόρητη πίεση,  και να μην ξαναγράψω άλλο σενάριο για τον κινηματογράφο. Οι «Πύρινες χαρές» μου μ’ έκαψαν. Επίσης στο σενάριο αυτό, στο οποίο ο χρόνος εντωμεταξύ πρόσθεσε κι ένα τρίτο μέρος με καινούργιες εμπειρίες, στήριξα αργότερα το μυθιστόρημα.


«Δελτίον ταυτότητος», ΄Αγρα 2003. ΄Ωσπου με έκπληξη είδα μια μέρα, ξαφνικά, σ’ ένα πειραιώτικο blog ότι ούτε το διήγημά μου «Μια φιλία» είχε ξεχαστεί 36 ολόκληρα χρόνια από την δημοσίευσή του! Ο μελετητής Γιώργος Μπαλούρδος σε μιαν ανάρτησή του με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2014 αναφερόμενος στην ύλη της«Καμπύλης» γράφει : «Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν ‘παιδιά που δεν γίνονται άντρες’ όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς».



΄Οπως καταλαβαίνετε, πρωτόγραψα βιβλίο από θυμό και για να διαμαρτυρηθώ για το κομμένο μου σενάριο. Ταυτισμένος με τον Ταχτσή που τον γνώριζα απ’ το ΄74, έγρα- ψα ένα διπλό χρονικό : αφενός πώς δεν έγινε το δικό του «Τρίτο Στεφάνι» ταινία το ΄82 απ’ τον Αγγελόπουλο, κι αφετέρου διηγήθηκα και μια παλιά μου απόπειρα να με- ταφέρω στην τηλεόραση ένα διήγημά του, η οποία, δυστυχώς, δεν ευοδώθηκε. ΄Ετσι, οι σελίδες του πρώτου μου βιβλίου «Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου» οδός Πανός 1996, εκτός από τα πικάρεσκα περιστατικά της σπινθηροβόλας ζωής του Ταχτσή που έζησα  από κοντά : «Ουδόλως σοκαρίστηκε, ακίνητος κάτω απ’ την ομπρέλα, στη θέα του συγγραφέα ντυμένου εκείνη τη νύχτα Σπανιόλα με κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί , ο Π...», χαρακτηρίζονται από σελίδες βαθύτατου πόνου δικού του: 
«΄Ημουνα μπρο- στά σ’ ένα πληγωμένο θηρίο. Δε μιλούσα. Και τι να ‘ λεγα; ΄Αλλωστε μιλούσε μόνον αυτός. Που και που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Δεν τον είχε βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ, να γίνει ταινία το ‘Τρίτο Στεφάνι’...» αλλά και δικής μου νεανικής αθυμίας: «Το γεγονός ότι είχα αρχίσει να βλέπω τι Κρόνος ήταν αυτός ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος και πόσο έτρωγε τα πιο ταλαντούχα παιδιά του, δεν μ’ έκανε να βάλω μυαλό...».



Μετά το γύρισμα της βιογραφικής του Λαπαθιώτη ταινίας μου «Μετέωρο και Σκιά», άρχισα να έχω κάποιες ενοχές : είχα εστιάσει, όπως ήταν φυσικό για τα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας κινηματογραφικής ταινίας, περισσότερο στο πρόσωπο του ποι- ητή, παρά στο έργο του, το οποίο συνέχιζα να αναζητώ σε παλαιοβιβλιοπώλες και βιβλιοθήκες, και να μελετώ. Είχα αξιόλογο υλικό ανέκδοτο, και ήθελα να το φέρω στο φως, αλλά δεν μούφτανε αυτό. ΄Οπως έγραφε ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης στον δοκιμιογράφο Δ. Νικολαρείζη για το βιβλίο του «Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος» ΄Ικαρος 1961 : «Καλόν να ερευνηθούν τα καθέκαστα βιογραφικά του Κάλβου αλλ’ απ’ αυτό δεν βγαίνουν πολλά πράγματα. Θα προτιμούσα να εύρισκα καιρόν διά να δημοσιεύσω την πραγματείαν μου ως φιλολογικήν συμβολήν εις την αισθητικήν κατα- ξίωσιν του ποιητού». Με παρόμοιες σκέψεις τελείωσα κι εγώ την κριτική μου μελέτη πάνω στο Λαπαθιώτη, εμπλουτίζοντας κάποια δοκίμια που είχα ήδη γράψει και δημο- σιεύσει, και φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως ένα ανθολόγιο 63 και βάλε άγνω- στων πεζών ποιημάτων του που είχα συλλέξει από παλιά περιοδικά, καθώς κι άλλα άγνωστά του κείμενα στις πολυσέλιδες σημειώσεις του βιβλίου αλλά και στα κεφά- λαιά του, και στη βιβλιογραφία του ‘χωμένα’ : «Χαίρε Ναπολέων» ΄Αγρα 1999.


΄Οπως, παλαιότερα, και με την ταινία μου «Μετέωρο και Σκιά» 1985, είναι αλήθεια ότι το βιβλίο μου αυτό, θεωρήθηκε (με καθυστέρηση, είν’ αλήθεια, γιατί την χρονιά της έκδοσής του παρουσιάσθηκε μάλλον στα ‘‘ψιλά’’), το επιφανέστερο, το πιο βαρύ, το πιο επίσημο ανάμεσα στις συγγραφικές μου εργασίες :  «Το δοκίμιο Χαίρε Ναπολέων (1999 ) είναι μια εξαίρετη εργασία, με απόσταση η αρτιότερη συγγραφική δουλειά του Σπετσιώτη» έγραψε σε δοκίμιό της με τίτλο «΄Ενας πικραμένος άνθρωπος» η Λίνα Πανταλέων (βλέπε περ. ‘ Νέα Εστία’ τ. 1805, Νοέμβριος 2007 και στο βιβλίο της ίδιας«Αναγνωστικά δικαιώματα» εκδόσεις Πόλις 2009 ).
΄Ηταν θέμα ζωής και θανάτου για μένα – χωρίς να υπερβάλω-, το να μην μείνει το σενάριό μου «Πύρινες χαρές» αναξιοποίητο σ’ ένα συρτάρι. Μιας και δεν ευτύχησε να γίνει ταινία, επιδόθηκα να το αξιοποιήσω σαν πεζογραφία. Δεν ένιωσα ούτε δι- σταγμό, ούτε διχασμό. ΄Αλλωστε δεν είχε ξεκινήσει από πεζογραφία; Τι άλλο ήταν εκείνο μου το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα, το «Μια φιλία»; Με τίτλο «Δελτίον ταυτότητος», φιλοτέχνησα ένα μυθιστόρημα λοιπόν, με συναρπαστικό θέμα τις παραλ- λαγές πάνω στο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, χωρίς να γράψω ένα αμιγώς ‘αυτο-ιογραφικό’ βιβλίο, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα mise en abyme για την ταυτότητα, την εσωτερική διαμόρφωση ενός ήρωα που τον παρακολουθώ σε τρεις φάσεις της ζωής του: δωδεκάχρονο μαθητή σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη να μαθαίνει βιολί, εικοσάχρονο ερωτευμένο νέο στον Πειραιά, σπουδαστή του Ωδείου, και σαρανταπε- ντάρη μεσήλικα στην αυγή του 2000, εξόριστο απ’ το σινάφι, κάπου στο Πέραμα, να βιοπορίζεται από παραδόσεις μαθημάτων μουσικής.
Ταυτότητα σημαίνει το ν’ αποτελείς μέρος του περιγύρου σου. Αλλά ταυτόχρονα νάσαι και τόσο διαφορετικός απ’ αυτόν, μοιάζει να συμπεραίνει το μυθιστόρημα, όσον αφορά το περιεχόμενο, για το οποίο, είναι η αλήθεια, δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα στον Τύπο, αν εξαιρέσει κανείς την γενναιόδωρη, όμορφη κριτική του Μανώλη Πιμπλή «Η μετέωρη τόλμη της μοναξιάς. Ο Τάκης Σπετσιώτης ξεδιπλώνει θαρραλέα τις πτυχές μιας ομοφυλόφιλης ζωής»  στην εφημ. ΤΑ ΝΕΑ ‘Βιβλιοδρόμιο’ 7-8 Ιουνίου 2003. Αλλά ευελπιστώ – οι ‘ συγγραφείς’, βλέπετε, έχουμε κι εμείς τις ψευδαισθήσεις μας-, ότι όλο και κάποιος νεώτερος μελετητής κάποτε θα βρεθεί που θα κάνει την εκτίμηση αυτού του βιβλίου ως ‘γραφή’ : μιας και αφηγούμαι, διατρέχο- ντας συνειδητά, σχεδόν όλη την γκάμα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας που μέχρι τότε είχα διαβάσει. Αφηγούμαι άλλοτε ως ήρωας σε πρώτο πρόσωπο κι άλλοτε ως συγγραφέας σε τρίτο, παίρνοντας μάλιστα και φανερά συνειδητή απόσταση απ’ την δράση : «Στο σημείο αυτό, θέλοντας με ειλικρίνεια να περιγράψω τι ένιωσα, δεν θα κατέφευγα σε βέκιες, βαρύγδουπες εκφράσεις όπως ‘‘μαχαιριές γρήγορες και πυκνές’’, ‘‘εξαίσιος πόνος’’ και ‘‘ το πίσω μέρος του σώματος να κατακρεουργείται’’, με τις οποίες, όχι πάντα χωρίς κάποιο κρυπτορατσισμό για παρόμοιες καταστάσεις, λογο- τέχνες ακόμη και της λεγόμενης ‘‘πρωτοπορίας’’ περιγράφουν ανάλογες σκηνές.»

Μ’ αυτά τα τρία βιβλία, είναι η αλήθεια, ότι άδειασα, δεν είχα και πολλά πράγματα να προσθέσω μετά. Και το να γράφω για να βρίσκομαι απλώς ‘μέσα στα πράγματα’ δεν μ’ ενδιέφερε. Ωστόσο εξέδωσα ξανά το πρώτο μου βιβλίο, αναθεωρημένο, με τίτλο «Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι», Πολύχρωμος Πλανήτης 2006. Πρόκειται για το ίδιο έργο, με κάποιες απαλείψεις από το κείμενο του 1996.       
Μια συλλογή ποικίλων κειμένων μου, αφηγηματικών και δοκιμιακών, της εικοσιπε- νταετίας 1981- 2006 με τίτλο «Τριανδρίες και Σία» ( με μια φιλοπαίγμονα διάθεση στον τίτλο, που κάποιοι αντιλήφθηκαν, τριανδρία αποτελούσαν για μένα οι τρεις κεντρικές φιγούρες των προηγούμενων βιβλίων μου, οι ‘επώνυμοι μέντορες’ Ταχτσής –Λαπαθιώτης’ κι ο μισοάγνωστος ήρωας του «Δελτίου ταυτότητος» μουσικός Παύλος Μέρλος με αριθμό ταυτότητος Θ.307.136 ). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε απ’ την ΄Αγρα το 2006. Το ίδιο και η μικρή νουβέλα «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» - Λαική περιπέτεια» με θέμα την παραβατική σχέση ενός καθηγητή Αγγλικών μ’ έναν μικροπωλητή το πρωί και rent boy τη νύχτα,  επίσης από την ΄Αγρα το 2009 . Εκδό- θηκε από κοινού με το  «Αλλο κρεβάτι» -΄Εργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικόνες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή», ένα θεατρικό μου που μέχρι σήμερα δεν έχει παιχτεί. Είναι αλήθεια ότι δεν επικράτησαν ‘συγγραφικοί καθωσπρε- πισμοί’ στα λίγα δείγματα πεζογραφίας που έδωσα. Κατέφυγα στο γράψιμο όχι τόσο για να μπω στις λίστες των ‘ευπώλητων’ βιβλίων της εβδομάδας ή του μήνα, αλλά διεκδικώντας μιαν ελευθερία έκφρασης που, στις σκηνοθετικές μου δουλειές – είτε επρόκειτο για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είτε για το θέατρο-, δεν μού επιτρεπόταν. Αυτό, όσον αφορά στις ωμές ρεαλιστικές σελίδες του «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» το επισήμαναν κάποιοι κριτικοί: «Ο Σπετσιώτης αποδίδει με δυνατά χρώματα την έκλυτη ψυχή του Νικήτα και αποφεύγοντας τον οποιονδήποτε συναισθηματισμό πετυχαίνει να φτιάξει έναν έκτυπο και ολοζώντανο χαρακτήρα, ο οποίος συμπυκνώνει στις εξαιρετικά παρορμητικές αντιδράσεις του όλη την υπόγεια βία
μιας κοινωνίας, η οποία το μόνο που κατορθώνει να βγάλει προς τα έξω είναι ο μίζερος καθωσπρεπισμός της»,σημείωσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ‘‘Ελευθεροτυπία’’ 24 Μαίου 2009,  ( ‘‘Η μιζέρια του να είσαι καθωσπρέπει’’ ).

                         ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


 Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο"Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).                                     



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009)Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα
(2009)Το άλλο κρεβάτι, Άγρα
(2007)Τριανδρίες και Σία, Άγρα
(2006)Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης
(2003)Δελτίον ταυτότητος, Άγρα
(1996)Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Ευγενία Χατζίκου: Notebook, Τετράγωνο
(2005)Αντουανέττα Αγγελίδη, Αιγόκερως
(1999)Χαίρε Ναπολέων, Άγρα
Κριτικογραφία
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία ΠολυδούρηΡομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015

Μαρία, στα τρία [Μαρία ΠολυδούρηΤα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014



Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια- πολιτισμολόγος. Υπεύθυνη ύλης του
 cantus firmus.
                           notachryssina@gmail.com