Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

"Μαρία" της Δήμητρας Κουλούρη



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*

Αφροδίτη της Μήλου (ελληνιστική εποχή)

«Στην αρχή ήταν η νύχτα…
Μαύρη, σιωπηλή και ήρεμη, την βίασε ο άνεμος κι ούτε φωνή δεν έβγαλε. Κι η βία καρποφόρησε  ένα αυγό. Κι από το αυγό γεννήθηκαν ο Ουρανός και η Γη.
Ο Ουρανός απλώθηκε από επάνω με όλα του τ’ αστέρια εξουσιαστικός και άνετος. Κι η Γη, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ξεμύτισε από κάτω του. Άνοιξε τα πόδια της και από τη μήτρα της ξεχύθηκαν κόλποι, κοιλάδες και βουνά, ωκεανοί και ποτάμια. Τρεχούμενα νερά έζωσαν τη σάρκα της χωρίς αρχή και τέλος. Και μετέτρεψαν τη Γη σε πηγή. Πηγή ζωής.
Σάστισε τότε ο Ουρανός από την τόση ομορφιά. Ομορφιά που φυλάκιζε όλες τις αισθήσεις του. Χρώματα ξεφύτρωναν από παντού. Μεθυστικές μυρωδιές αναδύονταν από τα σωθικά της. Και υγρές νότες έπλεκαν τη μελωδία του έρωτα, το Ρω του Έρωτα. Το Ρω του Έρωτα από το ρω του νερού που σε ξεδιψάει και σε μεθάει. Και το άγγιγμα εθιστικό· απαλή σαν βελούδο σάρκα, εύπλαστη σαν πηλός.
Κι έγινε μπλε ο Ουρανός από φόβο κι έρωτα. Θέλησε κι αυτός να γεννάει. Κι έχυνε σπέρμα στους κόλπους της και γεννούσε τέρατα. Και τα έθαβε μέσα της για να μην τα βλέπει ξανά και ξανά. Μέχρι που ξεχείλισε πόνο η ψυχή της και μάτωσε.
Τέλος σε αυτό το μαρτύριο έδωσε ο Κρόνος, ο μικρότερος γιος της Γης και του Ουρανού. Έκοψε ένα μέρος από το στεφάνι του και κατασκεύασε ένα δρεπάνι. Και μ΄ αυτό, ένα βράδυ που κοιμόταν ο πατέρας του, τού ακρωτηρίασε τα γεννητικά του όργανα και τα πέταξε στη θάλασσα.
Και η θάλασσα άφρισε από τον φόβο και τον φόνο, από το αίμα και την αλμύρα. Και από τους αφρούς αναδύθηκε ένα γυμνό άγαλμα όμορφο σα να 'ταν σμιλεμένο από τον καλύτερο γλύπτη. Λείο, λευκό, με καλλίγραμμες καμπύλες, στητά στήθη και γόνιμους γοφούς, έτοιμο να σε εξαπατήσει με την ομορφιά του σαν το θωρούσες από μακριά. Μα σαν σιμά του πλησίαζες, έβλεπες τα χέρια του πισθάγκωνα  δεμένα.
Αιχμάλωτη αναδύθηκε για να πορευτεί στον κόσμο των αγαλμάτων.
Εκεί την έλεγαν Αφροδίτη, εδώ Μαρία...»
Με τέτοια παραμύθια μεγάλωνα. Παραμύθια που εμφύτευαν στο υποσυνείδητό μου ρόλους και κόντρα ρόλους που με καλούσαν να υποδυθώ στη ζωή μου.
Ελεύθερη και πολιορκημένη από αρχές, πρέπει και μη.
Αγνή με ήθελαν, πιο αγνή και από το λευκό. Μια Μαρία παρθένα. Ούτε στάλα πονηριάς να μη στάξει στο μυαλό μου. Και προκομμένη. Γι’ αυτό μου αγόραζαν εργόχειρα, κουβαρίστρες και βελόνες. Να μάθω να κεντάω και να πλέκω, να ράβω και να μαντάρω. Βετέξ και σφουγγαρίστρα για να γίνω καλή νοικοκυρά. Παρακολούθηση εκπομπών μαγειρικής. Έτσι θέλει τη Μαρία η ελληνική παράδοση, δούλα και κυρά.
Στον ρόλο της μάνας με έβαζε το παιχνίδι με τις κούκλες. Ολημερίς  έντυνα κι έγδυνα, τάιζα και ξεσκάτιζα κούκλες. Τις έπλενα, τις χτένιζα, τις κοίμιζα με παραμύθια. Με τα ίδια παραμύθια που κοίμιζαν κι εμένα. Και οι κούκλες αποκτούσαν υποσυνείδητο.
Και με απόψεις αντικρουόμενες μεγάλωνα. «Να διαβάζεις για να μάθεις γράμματα», μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε μέρα στο μεσημεριανό τραπέζι χτυπώντας τα χείλη του πάνω κάτω και αλέθοντας κομμάτια τροφής, «Να μη γίνεις μοδίστρα ή μανταρίστρα. Να σπουδάσεις, να βρεις μια καλή δουλειά, να κερδίζεις λεφτά για να μην έχεις ανάγκη κανένα μαλάκα». Και όταν πήγαινα να βγάλω κουβέντα, πεταγόταν η μάνα μου για να με προσγειώσει και να με συνετίσει, «Σώπα, μη μιλάς όταν μιλάει ο μπαμπάς.»
Και πιάνο και γαλλικά και χορό, για να ανοίξουν τους ορίζοντές μου. Ορίζοντες που οι ίδιοι τους κρατούσαν ερμητικά κλειστούς.
Μόνο καθήκοντα ήταν τα παιδικά μου χρόνια και λίγο παιχνίδι με επιλεγμένες φίλες· τη Μαρία του πλούσιου, τη Μαρία του γιατρού, τη Μαρία του δασκάλου...
Έτσι περνούσαν οι νύχτες μου. Και γέμιζαν με εφιάλτες. Πρόσωπα γνωστά και άγνωστα να κυλιούνται σε λάσπες. Σε κόπρανα και τρωκτικά να περπατούν ανάμεσα. Χάθηκαν τα χρώματα, τα πρόβατα και τα ουράνια τόξα.
Και πονούσαν τα στήθια μου και μεγάλωναν τα οπίσθιά μου. Και οι αλλαγές στο σώμα μου ήταν τόσο απότομες που κάποιες φορές ένοιωθα ξένη μέσα σε αυτό. Και τα καθήκοντα καθήκοντα και οι περιορισμοί έπαιρναν τον ανήφορο.
Μια νύχτα ξύπνησα από πόνους πρωτόγνωρους. Ανάβοντας το φως αντίκρισα κηλίδες ζεστού πορφυρού αίματος στα λευκά σεντόνια. Ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον θάνατο και άρχισα να ουρλιάζω. Και ξύπνησε η μάνα μου, μου έκλεισε το στόμα και μου ψιθύρισε, «Σώπα, μη μιλάς, δεν είναι τίποτα». Με πήγε στο μπάνιο, μου πέταξε ένα καθαρό βρακί και κάτι τυλιγμένα χαρτιά – χαρτοβάμβακα, θαρρώ, τα αποκάλεσε- και με έστειλε για ύπνο με μια εντολή, «Και κοίτα μην πεις τίποτα πουθενά!».
Αυξήθηκαν οι εφιάλτες και απέκτησαν χρώμα... κόκκινο, πορφυρό. Το χρώμα του αίματος.
Και μπήκα στον χορό των ορμονών. Περνούσαν και προσπερνούσαν βρόμικες σκέψεις το μυαλό μου και το σώμα μου δυσφορούσε. Μια γλυκιά δυσφορία που ερχόταν κι έφευγε χωρίς να μπορώ να δώσω ερμηνεία. Και αναζήτησα την ερμηνεία στο είδωλό μου, το είδωλο λέει πάντα την αλήθεια. Κλείστηκα στο μπάνιο και σήκωσα αργά το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Το κοίταξα κατάματα και αυτό μου είπε, «Έχεις καύλες». Ήταν η στιγμή που ξύπνησε η Μαρία η Μαγδαληνή...
Σάπιζε το σώμα μου και άνθιζε λουλούδια. Μεταμορφωνόταν συνέχεια. Οι κούκλες αποκτούσαν υποσυνείδητο κι εγώ μορφή κούκλας. Έτσι άρχισε το κυνήγι του αρσενικού.
Βαμμένες μάσκες, φουρκέτες στα μαλλιά και η φούστα σηκωμένη από τη μέση κάθε μέρα και περισσότερο.
Επανάσταση, φυγή. Έτσι αντιδρούσα στις ηθικές επιταγές που δεχόμουν από τον περίγυρο. Πηδούσα το βράδυ από τα μπαλκόνια και αναζητούσα την ελευθερία σε κακόφημα μπαρ. Αλκοόλ, μπάφοι, φτωχά λεξιλόγια με πλούσια υβρεολόγια.
Μαζί με μένα ωρίμασαν και οι τιμωρίες: χαστούκια, κλείδωμα στο δωμάτιο, φωνές, ψυχική κακοποίηση. Κι όταν φώναζα, η μάνα μου μού βούλωνε το στόμα λέγοντας, «Σώπα, μη μιλάς!».
Και όταν ξεχνιόταν το περιστατικό και χαλάρωναν λίγο τα δεσμά, έκανα χειρότερα. Ερωτοτροπούσα με ανταλλαγές στοματικών υγρών και ερεθιστικών αγγιγμάτων.
Πουτάνα με αποκάλεσε η μάνα μου όταν έφτασαν τέτοια νέα στα αυτιά της από τις κουτσομπόλες της γειτονιάς.
Ναι, ήμουν μια ιλουστρασιόν παρθένα-πουτάνα. Παρθένα στο σώμα, πουτάνα στη συμπεριφορά. Και όλα αυτά γιατί ακολουθούσα το ένστικτό μου, τη φύση μου. Ήμουν γυναίκα...
Και οι εφιάλτες ζωντάνευαν τα βράδια που έβγαζα τη βαμμένη μάσκα και τις φουρκέτες από τα μαλλιά. Το κουρασμένο είδωλό μου στον καθρέφτη στεκόταν στην αρχή μιας διχάλας… κορίτσι ή γυναίκα;
Ζούσα μια πρόωρα γερασμένη εφηβεία... Χαμογέλασα μπροστά στη λίστα των επιτυχόντων στις ανώτατες σχολές. Άλμα στην ανεξαρτησία το θεώρησα. Θα γλίτωνα από τη γκρίνια της μάνας μου, από τα χαστούκια του πατέρα μου. Θα ήμουν ελεύθερη...
Δαίμονες και φαντάσματα με κυνηγούσαν όμως παντού. Και η φωνή της μάνας μου ανασκάλευε συνεχώς τα περασμένα. Εφήμεροι έρωτες τσίριζαν πάνω σε φθηνά κρεβάτια, ιδρωμένα παράθυρα, γενετήσια υγρά, ορφανά προφυλακτικά χαμένα μέσα σε κόλλες Α4, μελάνια, συρραπτικά. Στοίβες από ρούχα, μουχλιασμένοι καφέδες με φυτεμένα αποτσίγαρα, έτοιμα φαγητά σε σήψη, βρώμικοι καμπινέδες, δυσοσμία. Πρώτη επίσημη κατάθλιψη. Χημεία. Χάπια που κολυμπούσαν σαν βότσαλα στον ουρανίσκο για να ακολουθήσουν την ορμή της γουλιάς με προορισμό την αποσύνθεσή τους στο στομάχι. Έξοχος τρόπος για να μη θυμάμαι τους εφιάλτες...
Αυτή ήταν η ελευθερία που ονειρευόμουν. Σχολή, σπίτι και δουλειά. Ό,τι δουλειά έβρισκα. Γκαρσόνα, διανομέας, υπάλληλος σούπερ-μάρκετ, παραμάνα… Και ανέχθηκα προσβλητικά σχόλια, παρενοχλήσεις, βρόμικες ματιές, πύρινες γλώσσες. Ελπίδα καμία. Μόνη διαφυγή ξενύχτια, αλκοόλ, πήδημα, εκτρώσεις. Ζωή μέσα από τον θάνατο...
Και μετά ήρθε ο έρωτας ο αληθινός. Και όλα έγιναν μπλε. Και δε με ενοχλούσαν τα καθήκοντα. Δε με ενοχλούσαν οι ρόλοι. Ένιωθα πως μπορούσα τα πάντα και ζούσα. Ξέχασα την κατάθλιψη, πέταξα τα χάπια. Ξέχασα τα ξενύχτια, τις καταχρήσεις, τη μάνα μου, τον πατέρα μου. Με ξέχασαν και οι εφιάλτες. Τα ξέχασα όλα μέσα σε μια αγκαλιά σκεπασμένη με πούπουλα χήνας.
Και σοβάρεψα. Τελείωσα τη σχολή και έγινα «επαγγελματίας ερωτευμένη».
Επόμενο βήμα η συμβίωση. Σπίτι, δουλειά, κοινωνικές υποχρεώσεις. Σε όλα ήμουν άψογη. Παστίτσιο, βετέξ, αρχιτεκτονικό σχέδιο, γεύμα με φίλους, κινηματογράφο, θέατρο, εκθέσεις ζωγραφικής. Όλα τα κατάφερνα. Μόνο τις ρυτίδες δεν κατάφερνα να νικήσω.
Και μετά ήρθε η εγκυμοσύνη και ο γάμος. Πρώτα η εγκυμοσύνη και μετά ο γάμος. Έτσι συνηθίζεται στα μέρη μας.
Και ο γάμος έφερε απαγορεύσεις. Κομμένα τα μεταξωτά και οι δαντέλες, τα ψηλά τακούνια, τα βαμμένα νύχια, τα φτιασίδια και τα αρώματα. Κομμένες οι φίλες, οι παρέες, η διασκέδαση. Ο γάμος έχει υποχρεώσεις. Και ο γάμος ήμουν εγώ.
Κομμένες και οι αγκαλιές κάτω από τα φτερά χήνας και κάθε είδους επικοινωνία. Δεν χρειάζεται πια. Τα σίγουρα δεν χρειάζεται να τα διεκδικούμε.
Γερνούσα και φούσκωνα. Ένιωθα ξένη μέσα στο σώμα μου και παλινδρομούσα στην εφηβεία. Μα σιωπούσα.
Με θυμήθηκαν οι εφιάλτες, οι αϋπνίες, οι ατέλειωτες νύχτες, οι παιδικοί φόβοι. Μα δεν αντιδρούσα.
Τα βράδια συνήθιζα να καπνίζω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Φυλακισμένη στον γάμο μου και με ένα παιδί στην κοιλιά έψαχνα τρόπους διαφυγής. Και θυμόμουν τις γόβες, όχι τις δικές μου, της μάνας μου. Και τα φανταχτερά πανωφόρια. Τα έκλεβα από την ντουλάπα της, τα φορούσα και στηνόμουν μπροστά στον καθρέφτη με ένα μολύβι για τσιγάρο. Βιαζόμουν να μεγαλώσω. «Τρομάρα μου», σιγοψιθύριζα, έσβηνα βιαστικά το τσιγάρο κι έμπαινα πάλι στη φυλακή μου.
Κάθε Μαρία και μια φυλακή. Κάθε Μαρία μόνη. Τίποτα δεν μοιράζομαι με τις άλλες.
Και έφτασε η στιγμή του τοκετού. Πόνοι και ουρλιαχτά. Κάποιος να βοηθήσει. Όλοι γύρω μου με κοιτούσαν, χαμογελούσαν και μιλούσαν για φαγητά, ποδόσφαιρα, ταξίδια, πίστες, θέατρα. Κι εγώ πονούσα, σκιζόμουν από τους πόνους, μάτωνα.
Ώρες ολόκληρες, μπορεί και μέρες, πέρασαν μέχρι να ακούσω το πρώτο κλάμα, τη νέα σκλαβιά.
Ήμουν πλέον επαγγελματίας, σύζυγος, νοικοκυρά και μαμά. Και γυναίκα; Ποιος τη γαμάει τη γυναίκα… δεν περισσεύει χρόνος για φιλοσοφίες. Η ζωή τρέχει κι εγώ είχα υποχρεώσεις να καλύψω.
Ακολούθησαν σκατά, κατσαρόλες, παιδικά ουρλιαχτά. Πάνες, πανάκια, παιχνιδάκια, τραγουδάκια, παραμυθάκια, φορμάκια, σεντονάκια, κρεβατάκια. Ζούσα μέσα στον κόσμο των υποκοριστικών. Και ήμουν τόσο μόνη...
Γράμματα, αριθμοί, σχολεία, θρανία, εφηβεία, ενηλικίωση, αποχαιρετισμοί. Όλα τα άντεξα.
Και την απώλεια του άντρα μου την άντεξα. Έζησα για να τον πω μακαρίτη. Δεν μοιράστηκα πολλά μαζί του, δε με άκουγε, δε μου έδινε σημασία. Μου αρκούσε όμως η παρουσία του. Τώρα διπλοκλείδωνα το σπίτι και φοβόμουν τη νύχτα. Αυτόν τον ρόλο αρσενικού είχα υιοθετήσει.
Μόνη πια μέσα σε ένα σώμα που άφηνε σκόνη όπου περνούσα. Σκόνη από νεκρά κύτταρα. Κοιτούσα το είδωλό μου στον καθρέφτη και περνούσα την ώρα μου μετρώντας χαραγές πάνω στο γερασμένο μου πρόσωπο. Και τις μέρες κεντούσα και μετρούσα βελονιές πάνω στον κενό καμβά. Στα διαλείμματα μετρούσα τους κόμπους στα δάχτυλα των χεριών μου. Βέρα δεν φορούσα. Μου την είχε κόψει ένας γέρος χρυσοχόος γιατί το δάχτυλό μου ισχαιμούσε. Μα το σημάδι στον παράμεσο μού θύμιζε τα δεσμά μου. Και σαν έπεφτε το δείλι έβγαινα και περπατούσα στη γειτονιά. Και μετρούσα τα φώτα για να μη νιώθω μόνη.
Μετρούσα κόμπους, δάχτυλα, βελονιές, χαραγές, βήματα, χάπια, ημέρες, ώρες. Μετρούσα ξορκίζοντας  τη σκέψη. Μετρούσα αναβάλλοντας τον θάνατο.
Κι έφυγα όταν το σώμα μου μύρισε χώμα και χώματα έβγαζα από τις τσέπες. Έφυγα με προορισμό έναν τόπο χλοερό… «τούτη τη γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε». Έφυγα· δεν πρόλαβα να ζήσω.
Μα δεν κράτησα γινάτι.
                                                                                                                                                       στην Άρια



 Η Δήμητρα Κουλούρη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Σπούδασε Ιατρική. Ζει στην Αθήνα. Αγαπά τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο. Αγαπά τον γιο της και... «τους άλλους» που την διδάσκουν ψυχιατρική.

-------------------------


 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

"ZDF live" της Λουκίας Δέρβη


επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*


 
H Μελέκ μιλούσε αργά και καθαρά.  Μετέφραζε τις ερωτήσεις της γερμανίδας δημοσιογράφου στην διάσημη ελληνίδα τραγουδίστρια και τις απαντήσεις της ελληνίδας με άψογη γερμανική προφορά και χωρίς καθόλου να προδίδει την εσωτερική ταραχή της.  Το πρόσωπό της έλαμπε και η καρδιά της φτερούγιζε καθώς πρόφερε μια-μια τις λέξεις, τις απαντήσεις της τραγουδίστριας στην Ουλρίκε, τη δημοσιογράφο.  Ένιωθε ενθουσιασμένη για την τύχη, την ευκαιρία που είχε –επιτέλους– να δει και να ακούσει από κοντά τη διάσημη τραγουδίστρια.

Φαινόταν ψύχραιμη, δεν κόμπιαζε καθώς μετέφραζε ούτε στιγμή, μιλούσε σταθερά χωρίς σκαμπανεβάσματα στη βαθιά φωνή σαν να γνώριζε από πριν τις απαντήσεις της ελληνίδας αλλά και σαν άνθρωπος που κατείχε καλά το θέμα για το οποίο μιλούσε.

Η κάμερα τραβούσε εναλλάξ κοντινά και μακρινά πλάνα της τραγουδίστριας, μια-δυο φορές φάνηκε και η νεαρή γερμανίδα δημοσιογράφος απέναντί της.  Ήταν ντυμένη μ’ένα ατσαλάκωτο καφέ ταγιέρ και φορούσε στο λαιμό ένα πράσινο φουλάρι.  Η τραγουδίστρια όμως ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά ντυμένη.  Μαύρο στενό κι αμάνικο φόρεμα, στο δεξί χέρι μια σειρά από βραχιόλια που στραφτάλιζαν στα φώτα του στούντιο, καθαρό πρόσωπο, απαλό μακιγιάζ και κατακόκκινα, ερεθιστικά χείλη.  Τα χείλη της μόνο κοιτούσε η Μελέκ, τα κοιτούσε και μετέφραζε.

Το γύρισμα είχε ήδη κρατήσει μια ώρα όταν για πρώτη φορά η τραγουδίστρια διέκοψε ενοχλημένη την Μελέκ.  Είχε μεταχειριστεί μια αγγλική λέξη, τη λέξη «lifestyle», για να αποδώσει «τον τρόπο ζωής».
Θυμωμένη η αοιδός της ζήτησε να βρει άλλη λέξη, γερμανική, κι ανακάθισε στη θέση της σταυρώνοντας τα γυμνά καλλίγραμμα πόδια της.  Η Μελέκ δεν έβρισκε έτσι κατευθείαν άλλη λέξη, μπλόκαρε, κόμπιασε.  
Η κάμερα τραβούσε, οι τηλεθεατές παρακολουθούσαν την εκπομπή ζωντανά.  Η δημοσιογράφος έσωσε την στιγμή.  «Υα, lebensstil», είπε σαν να κατάλαβε και προχώρησε στην επόμενη ερώτηση.

Και τότε, για πρώτη φορά, πρόσεξε η Μελέκ την τραγουδίστρια να κοιτάει περιφρονητικά τη μαντίλα της.  Ασυναίσθητα, έκανε να πιάσει με το δεξί της χέρι το μαύρο ύφασμα για να το σουλουπώσει και τής ήρθε η εικόνα της μητέρας της στο μυαλό.  Θυμήθηκε στιγμιαία την μάνα της που έσιαχνε τη μαντίλα όταν έμπαινε στα σπίτια των γερμανών για να βγάλει το μεροκάματο, και την γιαγιά της πριν από κείνην, που σουλούπωνε τη μαντίλα όταν κάποιος επισκέπτης Έλληνας σταματούσε στα Πομακοχώρια με την ειδική άδεια, και δίχως να ξέρει τα τοπικά έθιμα ρωτούσε κάτι την έντρομη γυναίκα.

Σε κλάσματα δευτερολέπτου, τη ντροπή διαδέχτηκε το θάρρος.  Θυμήθηκε την προσωπική της διαδρομή, τις πέντε γλώσσες που μιλούσε, τον αγώνα της να διακριθεί και μαζί μ’αυτήν και το χωριό της όλο, οι κάτοικοι, ο τόπος.  Μετάνιωσε για την κίνησή της, ήπιε λίγο νερό για να σβήσει την ταραχή της.  Πρόλαβε να δει το σαρκαστικό χαμόγελο της τραγουδίστριας και τότε κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα της, την κάρφωσε στα μάτια και χωρίς καμία έκφραση στο πρόσωπο την υπνώτισε με το βλέμμα.

Μόνο το κεφάλι κουνούσε καταφατικά η Ουλρίκε δηλώνοντας ότι καταλαβαίνει την μετάφραση.  Η δημοσιογράφος είχε εδώ και ώρα πάψει να κοιτάει την τραγουδίστρια.  Η προσωπικότητα της Μελέκ που εκδηλωνόταν με τη σπίθα στα μάτια και την ήρεμη βαθιά φωνή της την είχαν καθηλώσει.  Μόνον αυτή κοιτούσε ενόσω η κάμερα κατέγραφε τα σφιγμένα χείλη της ελληνίδας τραγουδίστριας που πρόδιδαν την αλλαγή της ισορροπίας.

Αποχαιρετιστήκανε κι οι τρεις.  Ψεύτικα φιλιά, τυπικές ευχαριστίες.  Γιατί φοράς τη μαντίλα; ρώτησε η τραγουδίστρια την Μελέκ λίγο πριν φύγουν από το στούντιο.  “Lifestyle”, της απάντησε κοφτά η Μελέκ κι απομακρύνθηκε αεράτη.  



Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972.
Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές
Επιχειρήσεις. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015)Αλλού, στο πουθενά, Μελάνι
(2013)Group Therapy, Μελάνι
(2009)Ομπρέλες στον ουρανό, Μελάνι
(2004)Κακός χαρακτήρας, Μελάνι
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2005)Συνταξιδιώτες, Fnac


------------------------------

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Η ασταθής βεβαιότητα" της Διώνης Δημητριάδου


επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

Jack Vettriano - The Singing Butle


Αποφάσισε να πάει. Όχι γιατί περίμενε να της συμβεί κάτι συνταρακτικό. Ούτε γιατί ένιωθε κάποια περιέργεια μέσα της, κάτι σαν έλξη προς το άγνωστο. Ο μόνος λόγος ίσως να ήταν ότι ήθελε να κάνει κάποια βήματα προς τα πίσω -κάτι που σπάνια της συνέβαινε- να γυρίσει με τη βία τον χρόνο ανάποδα, να προσποιηθεί, έστω, ότι ήταν σαν τότε. Έπειτα ήταν και η σύμπτωση.

Καθώς φυλλομετρούσε μια ποιητική συλλογή ψάχνοντας την ακριβή εκφορά κάποιου στίχου, που δεν θυμόταν καλά, σαν να έπαιξε το μάτι της και εκεί, στην άκρη της σελίδας, αχνά, ίσα που φαινόταν, ήταν η υπενθύμιση 25/6, στις 5 το απόγευμα, στο Μουσείο.

Πόσα χρόνια πριν άραγε να είχε κλειστεί αυτό το ραντεβού, με ποιον ή με ποιαν; Αδύνατο πια να θυμηθεί. Μόνο που ήταν 24 Ιουνίου, και το ραντεβού ήταν για αύριο. Αυτή η σύμπτωση ήταν που την ερέθισε. Όλα πια τα εκλαμβάνουμε σαν να είναι τυχαία. Αν, σκέφτηκε, αν…και σταμάτησε εκεί τη σκέψη της, που αναιρούσε το σύμπαν της λογικής της.

Ο χώρος ήταν οικείος, τουλάχιστον κάποτε, τότε που όλη η μέρα της ήταν μέσα στους δρόμους. Τότε που πολλά ραντεβού, άλλα σημαντικά και άλλα ανούσια, κλεινόντουσαν μπροστά από το Μουσείο. Ακόμα και με τις συμμαθήτριες από το σχολείο εδώ είχαν επιλέξει να βρίσκονται κάθε χρόνο, Μάη μήνα. Άσχετα, βέβαια, που αυτό το κράτησαν ίσα ίσα για δυο μόνο φορές. Συνεχόμενες. Μετά, η κάθε μία τον δρόμο της. Άλλες για καλό, άλλες, πάλι, ποιος ξέρει. Παρέμεινε κι αυτή μια λησμονημένη ημερομηνία, που καμιά σημασία πια δεν είχε. Άλλωστε γι’ αυτήν τέτοιου είδους συναντήσεις συνιστούσαν ένα αναγκαστικό μάλλον πισωγύρισμα, λειτουργούσαν σαν ενοχλητικές και πιεστικές εμμονές της μνήμης να συντηρήσει κάτι από καιρό χαμένο. Στην καλύτερη περίπτωση δημιουργούσαν μια αμηχανία. Συνειδητά, λοιπόν, είχε κόψει τέτοιες επαφές. Στο κάτω κάτω ό,τι πέρασε ανήκε πια στο παρελθόν. Αμετάκλητα.

Κοίταξε για λίγο γύρω της. Απόγευμα, λίγο συννεφιασμένος ο καιρός, λιγοστοί και βαριεστημένοι της φάνηκαν όσοι είχαν την έμπνευση να περάσουν τέτοια ώρα από το σημείο αυτό. Τι γύρευε επιτέλους αυτή εδώ, σ’ αυτό το μέρος, που κανένας δεν την περίμενε και, λογικά τουλάχιστον, δεν επρόκειτο να συναντήσει κάποιον;

Πέρασε την Πατησίων και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Βικτωρίας, άλλο αγαπημένο τόπο. Κάποτε. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, ας πιω ένα καφέ, ίσα ίσα για να μην παραδεχτώ πως κατέβηκα ως εδώ τελείως παράλογα.

Με τον καφέ χαλάρωσε λιγάκι και άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της. Ένα ζευγάρι, σιωπηλό  στ’ αριστερά της. Δύο ηλικιωμένοι παραδίπλα σκότωναν την ώρα τους, μάλλον από συνήθεια να συναντιόνται και να πίνουν το καφεδάκι τους εδώ κάθε απόγευμα. Γύρισε διακριτικά στα δεξιά της. Ένας άντρας, ηλικιωμένος κι αυτός, ήταν απορροφημένος σε κάτι που είχε μπροστά του. Έγραφε αργά και προσεκτικά, σταματούσε λίγο, συνέχιζε, διέγραφε αυτό που μόλις είχε γράψει. Κάποιο γράμμα ίσως, σκέφτηκε. Ξαφνικά εκείνος γύρισε, την κοίταξε και της χαμογέλασε. Αισθάνθηκε κάπως άβολα που την είχε πιάσει να τον παρατηρεί, αλλά ήταν τόσο φιλικό το βλέμμα του, που κι αυτή του χαμογέλασε. «Καλησπέρα», της είπε, κι αυτή ανταπέδωσε.

Ήταν η χαλάρωση, ήταν η στιγμή τέτοια, ποιος ξέρει τι άλλο έφταιγε, πάντως σε λίγη ώρα είχαν φέρει πιο κοντά τις καρέκλες τους και είχαν πιάσει κουβέντα. Όχι τίποτε σοβαρό, να για τον καιρό, που μάλλον πήγαινε προς τη βροχή και άρα θα έπρεπε να φύγουν σε λίγο, κάτι για το πώς ήταν κάποτε η πλατεία και πώς την είχαν καταντήσει τώρα. Τέτοια πράγματα, που συζητάει κανείς συχνά με αγνώστους, όταν το φέρει η στιγμή. Όταν ξαφνικά και απροειδοποίητα…

«Αν έπρεπε να καταγράψετε πέντε, δέκα σημαντικά γεγονότα της ζωής σας, ας πούμε για να τα βρουν κάποιοι και να σας θυμούνται, όταν εσείς πια δεν θα υπάρχετε, είστε έτοιμη να το κάνετε; Ξέρετε ποια είναι αυτά που σας καθόρισαν; Τα πιο σημαδιακά κατά την κρίση σας;»

Όχι, αυτή η ερώτηση είχε ξεφύγει από τα τυπικά της ως τότε κουβέντα τους. Τι την είχε ρωτήσει ακριβώς; Επανέλαβε την ερώτησή του περίπου με τα ίδια λόγια. «Ξέρετε, υπάρχουν πράγματα στη ζωή μας που ξεχωρίζουν για τη σημασία τους, ας πούμε μας οδήγησαν σε αποφάσεις που άλλαξαν την ως τότε δεδομένη πορεία μας. Για κάτι τέτοιο μιλώ. Τα γνωρίζετε; Τα έχετε ιεραρχήσει ως προς τη σημασία τους;»
«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;»
«Μα, για σας πρώτα και καλύτερα. Και ύστερα, για να αφήσετε γραμμένο το στίγμα σας. Φυσικά, για όποιον μπορεί να ενδιαφέρεται.»
Έσπρωξε προς το μέρος της ένα χαρτί και την παρότρυνε να το διαβάσει.
«Προσπαθώ να κάνω μια αρχή αλλά δεν προχωράει. Δείτε τι εννοώ.»

Διστακτικά πήρε στα χέρια της το χειρόγραφο. Διάβασε:
Κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ημερολόγιο. Δεν είναι. Τουλάχιστον γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Άλλωστε δεν έχω πουθενά ημερομηνίες, ενδεικτικό της καταγραφής  σημαντικών γεγονότων που διαδραματίζονται μέσα σε μια μέρα. Θα μπορούσε να είναι ίσως μια σύντομη αυτοβιογραφία; Ούτε αυτό. Θεωρώ ιδιαίτερα κουραστικό να κάτσω να θυμηθώ τόσα και τόσα (ενδιαφέροντα αναμφίβολα για μένα, ίσως όχι για τους άλλους) που συναποτέλεσαν τη ζωή μου. Ίσως φοβάμαι και λίγο την ασθενική μου μνήμη, μήπως μπερδέψω πρόσωπα και πράγματα, μήπως άθελά μου αποσιωπήσω καταστάσεις οδυνηρές, που το μυαλό μου αυτοβούλως έθαψε. 

Σκόρπιες σκέψεις καλύτερα, κάτι σαν να αφήνομαι σε μια αυτόματη γραφή, όπως λέγαμε κάποτε τον τρόπο που εκφραζόντουσαν οι υπερρεαλιστές, σίγουρος (περισσότερο απ’ όσο ήταν εκείνοι) ότι το αποτέλεσμα θα συνιστά λογικό κείμενο.

Δεν ήξερε τι να του πει. Την είχε μια χαρά ξαφνιάσει με την κίνησή του να της εμπιστευθεί κάτι τόσο προσωπικό. Ούτε το όνομά τους δεν είχαν ανταλλάξει ακόμη, και αυτός…

Αλλά περισσότερο ένιωθε ότι δεν είχε κάτι να του πει. Αλήθεια. Αυτή δεν είχε ως τώρα ποτέ σκεφθεί να καταγράψει κάποια σημαντικά περιστατικά της ζωής της. Να καταγράψει; Ούτε με το μυαλό της δεν είχε ποτέ βάλει σε μια σειρά, αξιολογική ας πούμε, τα γεγονότα που στάθηκαν σημαδιακά γι’ αυτήν. Τη ζωή της το ίδιο.  Της ήταν αδύνατο να οργανώσει το παραμικρό, πόσο περισσότερο να…
Για ποιο λόγο άλλωστε να κάνει κάτι τέτοιο; Και μάλιστα να το κρατήσει και γραμμένο, λες και επρόκειτο κάποιος να το διαβάσει.

Ο άλλος σαν να κατάλαβε ότι την είχε ξαφνιάσει, ίσως και να τον παρεξήγησε για την τόση του οικειότητα. Μαζεύτηκε  και…
«δεν πειράζει, να, έτσι σκέφτηκα να σας το δείξω μήπως και με βοηθούσε η δική σας παρατήρηση, αλλά…μην ενοχλείστε, θα σας αφήσω να πιείτε τον καφέ σας με την ησυχία σας. Ξέρετε, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο νιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με τους άλλους». 

Σαν να κατάλαβε ότι με τη σιωπή της μάλλον τον είχε απομακρύνει. Ένιωσε λίγο περίεργα, γιατί αυτός φαινόταν καλοπροαίρετος. Και στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν και τόσο φοβερό να πιάνουν κουβέντα δυο άγνωστοι. Πήγε να αποκαταστήσει κάπως το διαταραγμένο κλίμα. 

«Ξέρετε, να, απλώς ξαφνιάστηκα με την ερώτησή σας. Δεν το έχω ποτέ σκεφθεί. Είναι που δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να σας βοηθήσω με τη δική μου παρατήρηση. Ας πούμε εγώ δεν θα έκανα ποτέ μια τέτοια σκέψη. Να καταγράψω γεγονότα της ζωής μου…όχι, αποκλείεται. Εσείς, όμως, φαίνεται να το έχετε ανάγκη, οπότε καλά κάνετε. Μάλλον.»

Την κοίταζε με το ίδιο φιλικό βλέμμα που την έκανε πριν λίγη ώρα να πιάσει κουβέντα μαζί του, δηλαδή με έναν άγνωστο. Δεν πρόλαβαν, όμως, να πουν τίποτε άλλο, γιατί κάποιες ψιχάλες, που άρχισαν να πέφτουν αραιά στην αρχή και γρήγορα πύκνωσαν, τους ανάγκασαν να σηκωθούν και να τρέξουν προς το εσωτερικό του μαγαζιού. 

Εκείνη τίναξε λίγο τη βροχή από τα μαλλιά της και ακούμπησε τον καφέ της στο τραπεζάκι, δίπλα από τον άλλο καφέ και λίγο πιο μακριά από τα βρεγμένα χαρτιά, που βιαστικά εκείνος είχε μαζέψει. Είχαν θεωρήσει μάλλον φυσικό να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Άλλωστε είχαν αφήσει μια κουβέντα στη μέση. 

Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους κουβέντες ποτέ δεν τελειώνουν στην ουσία, μια και η αοριστία του θέματος ή έστω η ασάφεια των απόψεων των συνομιλητών απομακρύνει από μια συμφωνία ή μια αμοιβαία υποχώρηση, ώστε να συναντηθούν σε κάποιο κοινό τόπο οι διαφορετικές αντιλήψεις. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση η κουβέντα ξεστράτισε πάλι σε ανούσιες, τυπικές παρατηρήσεις. Συστήθηκαν, βέβαια, κάτι που δεν είχαν κάνει εξ αρχής και βρέθηκαν με κάτι κοινό στη ζωή τους. Ήταν και οι δυο συνταξιούχοι (αυτή με πρόωρη), ζούσαν μόνοι από επιλογή έχοντας διατρέξει αρκετά χρόνια με γάμους ή συμβιώσεις. Ήταν άραγε αυτά αρκετά για μια μεταμόρφωση της περιστασιακής τους συνάντησης σε μια πιο μόνιμη σχέση; Ενδόμυχα και οι δύο μάλλον το απέκλεισαν, γιατί μετά από λίγη ώρα, αυτή πρώτη σηκώθηκε να φύγει, μια και η βροχή είχε σταματήσει έτσι ξαφνικά, όπως είχε ξεκινήσει. Τον χαιρέτησε ευγενικά, είπε δυο λόγια (χωρίς να τα αισθάνεται και τόσο) για αυτό που επιθυμούσε ο άλλος να γράψει, κάτι σαν «μακάρι να βρείτε τον τρόπο να καταγράψετε αυτά τα σημαντικά στη ζωή σας. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να βοηθήσω έστω και λίγο. Φταίει και η αρνητική μου στάση ως προς τέτοιου είδους καταγραφές. Το παρελθόν δεν είναι μπροστά μας, άρα το αφήνουμε και προχωράμε».

Πήρε με τα πόδια τον δρόμο για το σπίτι. Παλαιότερα αυτό το έκανε κατά κανόνα, τώρα πιο σπάνια. Αλλά είχε ξαφνικά τη διάθεση να περπατήσει, αφού και ο καιρός το επέτρεπε. Λίγη ψύχρα από τη σύντομη βροχή δεν στάθηκε ικανή να την αποθαρρύνει. Το περπάτημα, άλλωστε, δίνει και την ευκαιρία σε σκέψεις. Και μάλλον αυτό το είχε ανάγκη.

Χωρίς να το θέλει το μυαλό της γύρναγε στον άνθρωπο που πριν λίγο είχε αποχαιρετήσει. Πώς μπορεί κάποιος να επιθυμεί αυτό το γύρισμα στο παρελθόν; Πάντα της δημιουργούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, κάτι σαν σφίξιμο στην καρδιά. Πολύ συχνά μονολογούσε με πονάνε όλα αυτά, δεν θέλω να θυμάμαι. Ας αφήνει κανείς τα περασμένα στον παρελθόντα χρόνο, χωρίς να υποσκάπτει το μυαλό του ζητώντας ερμηνείες και εκδοχές. Δεν οδηγούν πουθενά. Εφόσον είναι αδύνατον νααλλάξεις τα γεγονότα, τι ωφελεί να τα κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου; Ακόμη περισσότερο, γιατί να θέλεις να τα δεις και γραμμένα;

Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι, πήρε να αποτελειώσει το βιβλίο που διάβαζε αλλά τα γράμματα πηδούσαν μπροστά της. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Σηκώθηκε, πήρε ένα χαρτί και με το στυλό της έγραψε τη φράση  
Κι αν έχει δίκιο;
Την κοίταξε για λίγο και συνέχισε: 
Σήμερα είχα μια περίεργη συνάντηση. Ξεκίνησα με μια παρόρμηση να προκαλέσω το τυχαίο, να πάω σ’ ένα ραντεβού χαμένο μέσα στον χρόνο και στη μνήμη μου. Και βρέθηκα να πίνω τον καφέ μου μ’ έναν άγνωστο, δυο ξένοι στη μέση του πουθενά, και να συζητώ για τη σπουδαιότητα που έχουν κάποια γεγονότα στη ζωή μας.
Ξαναδιάβασε τη σκέψη της και άφησε το χαρτί στο τραπέζι. Και μόνη η ιδέα να κάτσει να γράψει αυτό που σκεφτόταν της προξένησε ευθυμία. Γιατί να μην το συνεχίσει; Αλλά θα άντεχε να βάλει σε μια σειρά κάποια γεγονότα που  έζησε, να τα δει έτσι μπροστά της, γραμμένα στο χαρτί, και να τα αξιολογήσει; Όχι, όμως, τώρα. Ήταν κουρασμένη.
Πήγε για ύπνο με το μυαλό της στην αυριανή μέρα.

Στο μικρό καφέ της πλατείας ο άντρας μάζεψε τα χαρτιά του, τα δίπλωσε προσεκτικά και τα έβαλε στην τσέπη του. Μετά σηκώθηκε αργά, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Κατευθύνθηκε προς το φανάρι για να περάσει απέναντι. Λίγο πριν φτάσει στην άκρη του πεζοδρομίου, στάθηκε μπροστά στο καλάθι απορριμμάτων, έβγαλε τις προσεκτικά διπλωμένες σελίδες και τις πέταξε μέσα. Σαν πιο ξαλαφρωμένος πέρασε απέναντι και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Μια σκέψη του τον έκανε να χαμογελάσει Μπορεί και να έχει δίκιο.

Διώνη Δημητριάδου




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

--------------------------------------



*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

"Γεράκι στο κλουβί" της Ολβίας Παπαηλίου



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
 
Unknown French artist
1907


«Τί θα μπορούσε να γινότανε αλλιώς;», αναρωτιέμαι καμμιά φορά, μέσα στα όνειρα του ανάλαφρου ύπνου. Και κάποιες φορές, κάτι μου φαίνεται πως θα γινότανε ν’ αλλάξει.
Θυμάμαι κάποτε, είχαμε πάει με το θείο μου σε μία ζωοπανήγυρη: είχαμε πάρει μαζί και τον ξάδελφό μου τον Κώστα, ήταν δυο χρόνια από μένα μικρότερος. Και θα πουλούσαμε την κατσίκα τη Μόρφω, νομίζω (και για βοήθεια θαρρώ μ’ είχε πάρει, γιατί καλύτερα είναι δυο χέρια ακόμα). Κι ας ήμουν-δεν ήμουν οχτάχρονο, ήξερα ήδη να δένω τα ζώα μας. Είχαμε πάει με την παλιά του την κούρσα, την είχε φτιαγμένη με πίσω να έχει κλουβάκι: διπλό, μεγαλείο! Και κάτω φορτώθηκε η Μόρφω, στο πάνω κλουβί θα φορτώναμε κότες.
Εκεί, όταν φτάσαμε: κακό, φασαρία, μαλλί της γριάς μοσχομύριζε. Θα παίρναμε αργότερα, είπαμε: κι ο Κωστής καθότανε φρόνιμος, και η Μόρφω (η Μόσχω; δε θυμάμαι ακριβώς...). Ωραία ήταν όλα, φορούσα ενα ψευτοβραχιόλι, μου το ΄χε χαρίσει η γιαγιάκα μου. Μας λέγανε κάποιοι Τουρκόγυφτους, Αλανιάρηδες, Καρεκλάδες. Τα μαλλιά μου τα είχα κοτσίδα, συνήθως μασούσα τις άκρες. Και τα αυτιά μού τα είχαν τρυπήσει, αισθανόμουν ιδιαίτερα όμορφη. Το θείο μου, τον είχα αγάπη. Αυτός, ήταν άνθρωπος άγιος, φαινόταν: είχε τα μάτια του μπλε σαν τη θάλασσα, κι αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο: λέγανε κάποιοι πως είχε τη Χάρη να βλέπει τα αυριομελλούμενα.
Εκεί, στο παζάρι των ζώων – πουλήθηκε η Μόρφω μας άκλαφτη, πήγαν κι οι κότες παρέα της, είχαμε κάνει καλά τις δουλειές μας. Όταν ήταν να φύγουμε ήρθε κάποιος μαζί μας: κι εγώ πια στην κούρσα δε χώραγα, με πήρε στα χέρια του ο θείος μου, με φόρτωσε στο πάνω κλουβί με το άχυρο, μου έδωσε όμως κροσσάτο προσκέφαλο, αν ήθελα λέει να καθήσω καλύτερα. Εκεί είχε αρχίσει το χάλασμα: στο άχυρο έκατσα, με την όμορφη φούστα μου (που ήταν φτιαγμένη από προίκας παλιάς τα υφάσματα, ίσως ένα σεντόνι με κλάρες). Είχε ο θείος μου βρει ένα φίλο παλιό, ένα τύπο περίεργο που είχαν πάει μαζί στο στρατό, αν θυμάμαι. Κι επειδή δεν εβάλαν αυτόν στο κλουβάκι, οργίστηκα. Σταματήσαμε κάπου στα Μέγαρα. Φανταζόμουν παλάτια και σπίτια φτιαγμένα θεόρατα: μας προσκάλεσε σε μια άθλια ταβέρνα, μα είχε αρχίσει ο Κωστής (και εγώ) να πεινάμε. Ήπιαν μπύρες, εμείς λεμονάδες. Ήπιε ο θείος μου κι άλλο, κι ακόμα. Ο Κωστής είχε βγει στην αυλή, για να παίξει. Εγώ φόραγα ωραία παπούτσια (περσινά, της ξαδέρφης της Νίτσας). Ήταν ξώφτερνα, με ένα λουράκι. Είχαν όμως και λίγο τακούνι και δε με βολεύανε. Είχα αρχίσει λοιπόν και βαριόμουνα, εκεί στο τραπέζι κι εγώ καθισμένη. Είχα και λίγο, να πούμε, τα νεύρα μου – γιατί δε μου είχε περάσει ο θυμός που με είχανε βάλει να κάτσω στα άχυρα: στο ταξίδι, κρυβόμουνα πίσω απ΄του θειού το κροσσάτο προσκέφαλο, και κουνούσα τα χέρια μου σαν ακόμα να χόρευα, σαν πουλί που θα πέταγε, σαν κορίτσι, σαν αλαφροΐσκιωτο. Χάζευα το ψευτοβραχιόλι μου, για να μη βλέπω το τί είδε ο κόσμος: μια Τουρκογύφτισσα σ’ ένα κλουβί βαλμένη, για τις κότες.
Ο θείος είχε αρχίσει και έβλεπε γυάλινα, τα μπλε του μάτια μου φαινόντανε σαν κόκκινα, και ύστερα τον πήρε ο ύπνος. Ο άλλος είχε ρίξει λεφτά στο τζουκμπόξ, και πατούσε κουμπιά με τραγούδια: μετά είχε αρχίσει αυτός, να χορεύει. Με ρώτησε τότε αν ήξερα να χορεύω νησιώτικα, τί τραγούδια μου άρεσαν. Με κέρασε ούζο. Μετά είχα βγάλει εγώ τα παπούτσια μου, του έδειξα τί μου είχανε μάθει να κάνω. Καλά τα τακούνια, μα ο χορός θέλει άφεσμα. Η φούστα-σεντόνι ανέμιζε μόνη της.

«Το ξέρεις πως είσαι ωραία;», το ήξερα. «Το ξέρεις ότι είσαστε φτωχοί σαν τους ζητιάνους, και χειρότερα;», (όχι, δεν ήξερα). «Ξέρεις πόσα λεφτά είναι, που μου χρωστάει ο θείος σου; Αν θέλω, φωνάζω νάρθουνε εδώ οι αστυνόμοι». Εγώ, είμαι άφωνη – ο θείος κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, στην καρέκλα. Το ούζο δακρύζει σα σύννεφο μες στο ποτήρι, το πίνω. Θα το ξαναγεμίσει, αργότερα. Αφού μ’ έχει πάει πιο πριν να με πλύνει, στο μέρος. Από κείνη τη μέρα, θυμάμαι: δε μίλαγα πια, ούτε χόρευα. Είχα αρχίσει να πίνω, κρυφά, πριν τον ύπνο. Για χρόνια, θα λέω τη δικιά μου ιστορία αλλιώς: πως είχα περάσει την άδεια επαρχία με κάρο, με άμαξα – εικόνα από αργή ταινία. Η αλήθεια είναι αυτή που σας λέω: αλλά, τί άραγε γινόταν να γινότανε αλλιώς;

Ολβία Παπαηλίου, 2015


Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν βραβευθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση ποίησης και λογοτεχνίας από την αγγλική, και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Οδός Πανός» και «Το Δέντρο». Έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ - Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013). Ο θεατροποιημένος της μονόλογος "Η Χάρριετ πήγαινε όποτε τη φώναζαν" παρουσιάστηκε σε θεατραναλόγιο στην Αθήνα. Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο). Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό τηςhttps://olviapapailiou.wordpress.com/ (at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση). Την ενδιαφέρει η Αλχημεία και η Δυναμική Ονειροπόληση όπως βιώνεται μέσα από την εμπειρία της διαρκούς τεχνοδημιουργίας.



 *Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.