Τρίτη 24 Μαΐου 2016

"ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ " της ΝΟΤΑΣ ΧΡΥΣΙΝΑ


 
"Το Φίλημα" του Νικηφόρου Λύτρα
Κυριακή. Θα μπορούσε να ήταν μία συνηθισμένη Κυριακή αλλά ένα όνειρο γεμάτο αισθήσεις ανατάραξε τη γαλήνη της. Η Λένα ξύπνησε έχοντας στο στόμα της την γεύση του πρώτου φιλιού της εφηβείας της. Όλο το κορμί  της ήταν παραδομένο σε αυτήν τη δόνηση της ανάμνησης εκείνου του πρώτου αγγίγματος του πρώτου αληθινού αγγίγματος ενός άνδρα πάνω στο κοριτσίστικο κορμί της. 
Τα χείλη της είχαν γίνει φλόγες που έφταναν μέχρι την κοιλιά της και έκαιγαν γλυκά το σώμα της διαλύοντάς το σε μικρές μικρές σπίθες. 
Τον γνώρισε στο ετήσιο πανηγύρι της Παναγιάς. Δεκαπενταύγουστο. Η Λένα φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα από δαντέλα και ένιωθε πως είχε κάτι από την πριγκίπισσα των παραμυθιών. Τα μαύρα μαλλιά της πλαισίωναν το λευκό της πρόσωπο και το μουτράκι της είχε την τσαχπινιά και γλύκα των δεκατριών της χρόνων. 

Εκείνη την χρονιά είχε ψηλώσει πολύ και η μητέρα της τής επέτρεψε να φορέσει πέδιλα με λίγο τακούνι.
 Τι όμορφα ξεκινούσε εκείνο το καλοκαίρι η εφηβεία της! Ο Νίκος ψηλός, ηλιοκαμένος είχε περάσει την προηγούμενη χρονιά στη σχολή αξιωματικών και είχε έρθει στο πατρικό του για τη γιορτή της Παναγιάς, με άδεια λίγων ημερών.
 Συναντήθηκαν στην πλατεία και μόλις την είδε της έκλεισε το μάτι. Η Λένα σάστισε μα εκείνος  την πλησίασε με ένα χαμόγελο που την έκανε να νιώθει ότι θα λιποθυμήσει. "Γειά σου! Νίκος, πώς σε λένε;» «Λένα» απάντησε εκείνη τρέμοντας. Εκείνος δεν άφησε λεπτό και της είπε «πάρε το τηλέφωνό μου». Το ραντεβού είχε δοθεί σε έναν γκρεμό κοντά στο δάσος. 
Η Λένα έμενε σε ένα προάστειο κοντά στην Αθήνα  που είχε λίγους κατοίκους και ήταν χτισμένο στους πρόποδες της Πεντέλης. 

Το χωριό ήξερε κάθε κίνηση όλων των κατοίκων. Ήταν δύσκολο να πάει κάπου χωρίς να το μάθει η γειτονιά. Η Λένα φοβόταν πως κάποιος από τους γείτονες θα την έβλεπε με τον άγνωστο νεαρό άνδρα και έτσι του είχε ζητήσει να συναντηθούν στην άκρη της κατοικημένης περιοχής δίπλα στον γκρεμό  μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. 
Η νεαρή κοπέλα συνήθιζε να πηγαίνει βόλτα στο βουνό εκεί κοντά στον γκρεμό και να μαζεύει κυκλάμινα. Αγαπούσε τα κυκλάμινα και τους μιλούσε σαν να είχαν φιλίες. Τα μάλωνε και τα επαινούσε όταν έβλεπε κάποιο να φυτρώνει σε βράχο ή ένα άλλο σε μία καλή θέση μέσα στο χορτάρι.  Εκεί θα συναντούσε τον Νίκο.
Εκείνος έφτασε χαμογελαστός και σίγουρος για τον εαυτό του. Το ίδιο χαμόγελο που της είχε κόψει την ανάσα από την πρώτη τους συνάντηση. 
"Τι όμορφος και ψηλός που είναι !" σκέφτηκε.  Ο Νίκος την πλησίασε. Δεν είπαν πολλά. Εκείνος την τράβηξε πάνω του και έσκυψε το πρόσωπό του μέσα στο δικό της. Η ανάσα του ήταν γρήγορη και θερμή. Η Λένα είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και περίμενε με τα χείλη μισάνοιχτα το φιλί του, όπως η ηρωίδα των ασπρόμαυρων φιλμ που παρακολουθούσε. Αυτές τις φιλούσαν οι ήρωες απαλά και άγγιζαν τα χείλη σε μια αιώνια υπόσχεση. 
Ξαφνικά η Λένα ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ο Νίκος την φιλούσε σαν ένα σιχαμερό ερπετό. Είχε βγάλει την γλώσσα του όπως ένα βατράχι που είχε δει στην λίμνη και την είχε βυθίσει στον λαιμό της. Αυτό το φιλί ήταν τόσο γλυκό αλλά γεμάτο σάλιο «ίσως και δηλητηριώδες» σκέφτηκε η Λένα και άρχισε να τρέμει. 
"Μα αυτός προσπαθεί να με σκοτώσει;» σκεφτόταν τρομαγμένη.  "Αυτή θα είναι η τιμωρία μου που πήγα κρυφά στο βουνό να πάρω το φιλί του; Μήπως είναι ένας δαίμονας σαν αυτούς που είδα σε ζωγραφιές που παρίσταναν τον θεό Διόνυσο και την συνοδεία του;» «Σίγουρα θέλει το κακό μου» σκέφτηκε με ταχύτητα αστραπής, ενώ ο Νίκος συνέχιζε να την φιλάει. «Πω πω! Τώρα πώς θα κοιτάξω τη μάνα μου στα μάτια;» «Όλοι θα μάθουν πως είμαι μία γυναίκα που την φίλησε ο δαίμονας» «Ίσως και να με αφορίσει ο παπάς της εκκλησίας μας» «Τι έπαθα!» σκεφτόταν και ο χρόνος είχε κυλήσει τόσο γρήγορα σαν να ήταν μέσα σε εφιάλτη.

 Ο Νίκος την άφησε από την αγκαλιά του και την ρώτησε «Τι έχεις;» Εκείνη ένιωθε σαν είχε μπει σε μια άλλη διάσταση. Ξαφνικά τον μισούσε. Την πήρε από τον χρόνο της. Πού την είχε πάει; «Θέλω να φύγω» του είπε. Είχε γίνει κατακόκκινη. Δεν θέλησε ούτε να την συνοδεύσει.

 Στον δρόμο κατέβαινε τρέχοντας σαν αγρίμι. Έφτασε στο σπίτι της. Ο λαιμός της είχε κολλήσει και ένιωθε πως σβήνει. Έτρεξε στην κουζίνα και ήπιε νερό σαν να ήταν στην έρημο και να κινδύνευε η ζωή της από δίψα. 

«Τώρα; Τι θα απογίνω που έγινα ένα πλάσμα δαιμονικό; Τι τα ήθελα τα φιλιά; Η γιαγιά μου μου είχε πει για θηλυκές νεράιδες που σου κόβουν την μιλιά αλλά δεν μου είχε πει για άνδρες νεράιδες.» συλλογιζόταν η καημένη και κάρφωνε το βλέμμα της όπου έβρισκε για να πιαστεί έστω από κάτι γήινο. Το ταβάνι άραγε θα μπορούσε να την κρατήσει στην γη; 

Μα οι ηρωίδες στις ταινίες ήταν ευτυχισμένες. Γιατί εκείνος να της κάνει κακό; Το φιλί του όμως της είχε πάρει κάτι. Ήταν μια άλλη. Ήταν μια γυναίκα και δεν θα μπορούσε να το πει πουθενά γιατί εκείνη δεν φιλήθηκε στα χείλη αλλά εκείνος της βύθισε τον εαυτό του μέσα της και τώρα έγινε μια ξένη. Τσιμπούσε το κορμί της να δει εάν ήταν εκεί. 

Το βράδυ βυθίστηκε στα σκεπάσματα και έκλαψε πικρά. «Γιατί δεν μεγαλώνω όπως όλα τα κορίτσια;» ανναρωτιόταν. Μέρες κοιτούσε σαν να ήταν πλανεμένη μια έκλαιγε μια γέλαγε. 

Μια μέρα αποφάσισε να μιλήσει στην μητέρα της. Ήταν χαμένη. "Τι άλλο θα μου συμβεί;" σκέφτηκε. "Ίσως η μάνα μου να  προλάβει το κακό και ο δαίμονας να βγει από μέσα μου». Η μητέρα της γέλασε. «Μα αυτός είναι μεγάλος και φιλάει αλλιώς. Τι ήθελες εσύ ένα παιδάκι με αυτόν;» της είπε γλυκά αλλά και με κάποια αυστηρότητα. 

«Είναι ωραίος και ψηλός. Μοιάζει σαν το άγαλμα που είδαμε στο Αρχαιολογικό μουσείο και που μας εξηγούσατε με τον μπαμπά πως το έφτιαξε ένας αρχαίος γλύπτης. Μαμά ήταν τόσο όμορφος! Τώρα τι θα πάθω;” είπε απελπισμένη και έτοιμη να δεχτεί να κάνει ακόμη και τον τρελότερο χορό όπως κάτι δαιμονισμένοι που είχε δει στην αυλή της Παναγιάς στην Τήνο που επισκέπτονταν συχνά τα καλοκαίρια. «Η Παναγιά είναι θαυματουργή» έλεγε η μάνα της. «Διώχνει τους δαίμονες που εισχωρούν κρυφά στο σώμα των ανθρώπων». 
Αυτά τα είχε μάθει από την γιαγιά. Η γιαγιά ήταν εκείνη που ήξερε όλες τις ιστορίες για νεράιδες και δαίμονες αλλά και για όμορφους πολεμιστές κι ακόμη εκείνο το παραμύθι με την κοπέλα που μεταμορφώθηκε σε άντρα και πήγε στον πόλεμο. Η γιαγιά ήξερε τα πάντα. Όταν θα την έβλεπε θα της έλυνε το μυστήριο.


Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος